Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

            ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
             
               

             ΤΕΤΑΡΤΗ  15 – ΠΕΜΠΤΗ  16  /2/1995
     
          ΜΑΧΑΙΡΩΝΟΝΤΑΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΥΠΕΡΥΘΡΕΣ 
Ωσάν αντίποινα στην απονέκρωση τα ανίατα άνθη
Κορακιάζω στη διαφάνεια της φαντασίας από θρίαμβο
η αριστερή κατάσταση του στήθους ιδεογράμματα.
                                                            Νίκος Καρούζος

                          ΠΕΤΩΝΤΑΣ,  ΠΕΤΩΝΤΑΣ  ΔΙΑΡΚΩΣ… 
    Έφυγα σχεδόν πανικόβλητος εγκαταλείποντας την Αθήνα, αυτό το μεσημέρι της 15ης Φεβρουαρίου, για να αναχωρήσω πάλι για πού, σχεδόν ράκος, περιμένοντας τι; Αθήνα – Άμστερνταμ, τέσσερις ώρες αναμονή στο τράνζιτ, χαζεύοντας τον «πολιτισμό» και τα καταναλωτικά αγαθά του.
        Ξανά πτήση εννιά συνεχόμενες ώρες. Πορεία: Άμστερνταμ – Νταρ Ες Σααλάμ, μια ώρα αναμονή μέσα στο αεροπλάνο και συνέχεια της πτήσης για Λιλόνγκουε. Τώρα έχουμε αφήσει πίσω μας, πριν αρκετή ώρα την νοητή γραμμή του Ισημερινού και πετάμε προς άλλες παραλλήλους  πάνω από την Αφρικανική γη. Λίγο πριν το όρος Κιλιμάντζαρο με τον κρατήρα του, ένα θέαμα καταπληκτικό.
       

      Φωτογραφίζω συνέχεια, μια και την κάμερα δεν μπορώ να την χρησιμοποιήσω γιατί «έμεινα» από μπαταρίες… Τώρα βουτιά μέσα στα σύννεφα για την προσγείωση στο Νταρ Ες Σααλάμ. Λίγο πριν διάβαζα Νίκο Καρούζο, η Αθήνα πια είναι τόσο μακριά… Όλη νύχτα συζητήσεις με τον Κ. τον νέο γιατρό και τον Β. τον νέο δημοσιογράφο. Βλέπω κάτω καταπράσινη τη γη, λιβάδια, έλη, χουρμαδιές, μπανανιές και άλλα τροπικά φυτά. Προσγείωση στο Νταρ Ες Σααλάμ. Τώρα αρχίζει το ταξίδι…
         



    Κατεβήκαμε λίγο στο τράνζιτ, μια πρώτη ελάχιστη επαφή με την Αφρική. Φοβερή υγρασία. Έχω χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου και του χώρου, προσπαθώ να συγκεντρωθώ μα δεν τα καταφέρνω. Αισθάνομαι άδειος, κενός συναισθημάτων. Πού πάω; τι θα συναντήσω; τι θα κάνω; Ας ελπίσουμε…
     Πετάμε συνέχεια από χτες το μεσημέρι με μικρές στάσεις στα διάφορα αεροδρόμια. Τώρα που γράφω 16/2  η ώρα είναι 9. 30΄  Ελλάδος και εγώ έχω την αίσθηση πως είναι απομεσήμερο και έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Σκέφτομαι την Αθήνα, πρόσωπα αγαπημένα που ξέρω πως, κάπου η σκέψη τους σπάει τις γραμμές των οριζόντων και έρχεται και με ανταμώνει πάνω από τα σύννεφα που βρίσκομαι συνέχεια εδώ και είκοσι ώρες. Για μένα, τολμώ να το πω, θα ήθελα πάντα να βρίσκομαι όπου υπάρχουν άνθρωποι…

            Αφήνομαι στο ταξίδι, στο γράψιμο, στη φαντασία. Πετώ συνέχεια. Η πτήση Νταρ Ες Σααλάμ – Λιλόνγκουε, ύψος 11.500 μ. Θερμοκρασία ατμόσφαιρας –55ο βαθμοί C, ώρα τοπική 9.30, όπως και στην Ελλάδα, πάμε να φωτογραφίσουμε τη δυστυχία του κόσμου, ίσως έτσι να καθησυχάσουμε τη συνείδησή μας…  Πορεία στο άγνωστο.
          Και συνεχίσαμε να πετάμε συνεχώς. Φτάσαμε Λιλόνγκουε, εκεί στάση για δυο ώρες και μετά ξανά πτήση για Μπλοντάιρ. Ξέρω  πως δεν έχω δει ακόμη τίποτα .

           Στο Μπλοντάιρ μας περίμεναν άνθρωποι των M.S.F. (Γιατροί Χωρίς Σύνορα) και μας πήγαν στα γραφεία τους, εκεί βρίσκεται η διοικητική τους έδρα για το Μαλάουι. Γνωριστήκαμε με τον Γκιγέρμο, έναν Αργεντίνο γιατρό ευγενέστατο. Κάποιες τυπικές διαδικασίες με την αστυνομία και αμέσως  δουλειά.     
      
            
                                   
                           
       
       Ο Γκιγέρμο μας ξεναγεί στο Μπλοντάιρ και εκεί δεν υπάρχει πια φαντασία, εκεί έρχεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα  Ό,τι και να γράψω δεν περιγράφεται… Είναι η ''άλλη'' πραγματικότητα, η ΄΄άλλη΄΄ αίσθηση... Ό,τι και να σκεφτώ δεν βγάζω κανένα συμπέρασμα. Αγορά στο Μπλοντάιρ. Χιλιάδες κόσμος πηγαινοέρχεται μέσα στη σκόνη μέσα σε μια κίτρινη ατμόσφαιρα. Όπως έπεφτε ο απογευματινός ήλιος έδινε μιαν άλλη αίσθηση εξωπραγματική… «Φιλοσοφώντας ξεφεύγουμε ως ένα σημείο από το ζώο», όμως γιατί; Κατάληξη πάλι στο μηδέν, κάνοντας αέναους κύκλους βιολογικούς γύρω από τον άξονά μας;    



        Αφρική των αποικιών  και των σκλαβοπάζαρων, Αφρική του τεράστιου πλούτου και της τεράστιας δυστυχίας, Αφρική των τεράστιων πολυεθνικών και της τεράστιας φτώχειας. Αφρική των διαμαντιών, του πετρελαίου, του υπεδάφους και της επιφάνειας της γης, μα και των πολέμων, της πείνας, της δίψας, των αμέτρητων λοιμών και   κακουχιών.
     

                                                                                                  
                                                                                  

        Όταν κρατάω τις μηχανές μου στο χέρι γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος, ο φακός νομίζεις και αντικαθιστά τον αμφιβληστροειδή σε αναζήτηση ίσως κάποιων άλλων καταστάσεων, αντιλήψεων που ούτε εγώ ο ίδιος μπορώ να το εξηγήσω όσο και να το ψάχνω όσο και να το συζητώ… Η εμβάθυνση στη λεπτομέρεια, η έννοια του συνόλου και της συνέχειας του γενικού πλάνου…  

                                                  
        
        Στη διάρκεια της πτήσης Λιλόνγκουε – Μπλοντάιρ μία βλάβη της κάμερας ένα βραχυκύκλωμα, με έκανε να τρελαθώ. Ευτυχώς μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο διαπιστώσαμε ότι  η βλάβη δεν οφειλόταν στην μηχανή, αλλά στη μπαταρία και… Τέλος πάντων.
        Το μυαλό μου συνέχεια στην Αθήνα, στα γεγονότα των τελευταίων ημερών εκεί. Τα έχω τελείως χαμένα… Στιγμές – στιγμές νοιώθω τον εαυτό μου να χάνεται σε χιλιάδες σκέψεις, εικόνες, χρώματα, στο τίποτα… Ελπίζω όλα να πάνε καλά. Δεν ξέρω αν από αυτό το ταξίδι γυρίσω σοφότερος, ξέρω όμως πως θα γυρίσω αλλιώς…
   
   

                                      

         Το βράδυ γεύμα σε ένα ιταλικό ρεστοράν στο Μπλοντάιρ. Συζητήσεις πολλές, με τον Κώστα και τον Γκιγέρμο, φιλοσοφία, λογοτεχνία και γιατί όχι; Και πλάκα. Αυτός ο «βρομερός» Λατινοαμερικανός μας εξιστόρησε τη ζωή του. Καταγόμενος από αριστερή οικογένεια δέχτηκε πολλούς διωγμούς από τη χούντα του Βιντέλα. Όταν έπεσε η χούντα βρέθηκε να δουλεύει σε μια κλινική στο Ροζάριο για 10.000 δολάρια το μήνα. Τα παράτησε και άρχισε να ασχολείται με τα πλοία για τρία χρόνια, ώσπου βαρέθηκε και εκεί και αποφάσισε να γίνει  MSF. Τώρα βρίσκεται δυόμιση χρόνια στο Μαλάουι, ίσως έχοντας βρει εκεί τη δική του Ιθάκη σ’ αυτό το κομμάτι της Αφρικανικής γης ή τη δική του σανίδα σωτηρίας σ’ αυτήν τη ζωή, έχοντας περάσει και τρεις εγκεφαλικές μαλάριες, κατά δήλωσίν του…
         Δέκα η ώρα το βράδυ, τοπική Μαλάουι και Ελλάδος. Ξεροί όλοι για ύπνο. Αύριο ξανά ταξίδι μέχρι το Εσάντζε στα σύνορα Μαλάουι Μοζαμβίκης.

                                   
                                   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17/2/1995
         Στην Αφρική στη γραμμή του Ισημερινού, ξημερώνει νωρίς και ξημερώνει όμορφα. Το βράδυ μείναμε στο σπίτι των γιατρών, μια κατοικία που είχαν οι παλιοί αποικιοκράτες με πολύ όμορφο εξωτερικό χώρο. Αναχώρηση για Εσάντζε. Ζέστη και ήλιος πολύς. Αφήνω το βλέμμα μου να χάνεται στο τοπίο, μαζεύω μέσα μου εικόνες, φωτογραφίζω συνέχεια… Ο απέραντος κάμπος με τις φυτείες ζαχαροκάλαμο που εκμεταλλεύεται  ακόμη μια αγγλική  εταιρία, τα χωριά των μαύρων , τα σπίτια τους, χτισμένα με λάσπη και καλάμια, μαύρα και αυτά. Όποτε σταματάμε και σηκώνω τη μηχανή να φωτογραφίσω, μαζεύονται συνεχώς κόσμος μπροστά μου και ποζάρουν χαμογελαστοί. Όμως αυτά τα βλέμματά τους δεν περιγράφονται, ίσως μόνο δείχνονται ή ίσως μόνο να τα αντιληφθεί μπορεί κανείς και τίποτε περισσότερο.








          Όλα σε μια κατάσταση πρωτόφαντη. Μέχρι πριν λίγο καιρό δεν ξέρανε τι θα πει χρήμα, τώρα πουλάνε τα τρόφιμα της βοήθειας που τους δίνουν για να βγάλουν λεφτά: Η αρχή της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης… Προχωρώ ανάμεσά τους, αναπνέω τις μυρωδιές τους, έρχομαι σε επαφή μαζί τους αλλά αισθάνομαι ξένος…


                                          

          Φτάνουμε στο Εσάντζε μετά από τρεις ώρες ταξίδι με το τζιπ, σε έναν ατελείωτο χωματόδρομο. Πηγαίνουμε κατευθείαν στο ‘‘Ντιμεντούτου’’, στρατόπεδο Μοζαμβικιανών προσφύγων εδώ και οχτώ χρόνια. Κάποτε ζούσαν στοιβαγμένοι περίπου εκατό χιλιάδες πρόσφυγες τώρα έχουν απομείνει γύρω στις εικοσιπέντε χιλιάδες. Εκεί που θέριζε το έιτζ, η χολέρα, και η πανούκλα, η δυσεντερία, η μαλάρια. 
  

                                                  
                                                  

                                            
        Μας περίμενε η Θ. μια Ελληνίδα MSF. Μου είπε ότι αποφάσισε να ζήσει πια με τους γιατρούς. Καινούρια φιλοσοφία; Καινούρια ιδέα; Καινούρια αντίληψη των πραγμάτων; Δεν ξέρω, η ιστορία θα το καταγράψει και αυτό… Πάντως νέοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, απαρνούνται τις πατρίδες τους και φεύγουν για να προσφέρουν τις ιατρικές και νοσηλευτικές τους γνώσεις σε όλο τον κόσμο «Χωρίς Σύνορα».
         Αισθάνομαι ταραγμένος όλες οι εικόνες που βλέπω, όλες οι καινούριες απόψεις που γνωρίζω με έχουν φέρει σε μια άλλη  κατάσταση. Γκρινιάζω συνέχεια και με όλους, ίσως αυτό να έχει και τα καλά του γιατί προχωράει η δουλειά. Δουλεύουμε όλη μέρα κάτω από τον ήλιο, όλα διαδραματίζονται ταχύτατα. Ελάχιστος ο χρόνος που έχουμε στη διάθεση μας και συνέχεια μετακινήσεις. Όλες οι πληροφορίες συσσωρεύονται μέσα μου με τέτοιους ρυθμούς που θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να ταξινομηθούνε στη σκέψη μου, αν ποτέ ταξινομηθούνε.
          Οι μαύροι έχουν αφεθεί πια, ή μάλλον έχουν παραδοθεί στην  ευρωπαϊκή σκέψη και «πρόοδο». Πεθαίνουν καθημερινά από τη μάστιγα του αιώνα. Η Αφρική στο μεταίχμιο της ιστορίας της. Σε λίγα χρόνια, το μόνο που θα θυμίζει Αφρική, θα είναι το χρώμα του δέρματος των ανθρώπων της… Η ιστορία κάνει συνεχώς τους κύκλους της, μέχρι πού και γιατί, σε αναζήτηση τίνος συγκεκριμένου σημείου αναφοράς, που θα ήθελε και πρέπει να συμβεί…  
                                              --------
           Δεν ξέρω τι να πω και τι να γράψω… Όλα εξελίσσονται με τόση ταχύτατα που αρχίζω να τα χάνω. Πόσες εικόνες,  πόσες σκέψεις, πόσοι δρόμοι… Αφρική, πέρα, πριν, μετά. Τεράστιες οι παραστάσεις και οι σκέψεις που αναβλύζουν μέσα από τις εικόνες.  Δεν ξέρω τι καταφέρνω και τι όχι. Συνέχεια φωτογραφίζω και σκέφτομαι. Τα χωριά των μαύρων, η άλλη αντιμετώπιση της ζωής, μα και οι αρρώστιες. Εμείς πολίτες άλλου κόσμου, πόσο μπορούμε να καταλάβουμε τη σκέψη αυτών, των διαφορετικών λαών, που τους έχουν οδηγήσει στην εξαθλίωση.            Οι καλύβες τους από πηλό και για σκεπή κλαδιά, στο εσωτερικό τίποτα, μόνο το ίδιο χώμα όπως και έξω, ίσως να μην υπάρχει η αντίληψη το σπίτι μου, αλλά μόνο η προσπάθεια για προστασία από τα στοιχεία της φύσης. Δεν ξέρω τα έχω τελείως χαμένα…
         Το βράδυ συζητήσεις ατελείωτες, όσο αντέχουμε βέβαια γιατί μας παίρνει όρθιους ο ύπνος από την κούραση.

                                  ΣΑΒΒΑΤΟ 18/2/95
        Τι να πω για τη σημερινή ημέρα; Ένα υπέροχο ξύπνημα στο Ενσάνζε, ένα υπέροχο όνειρο το βράδυ που με έκανε να ξυπνήσω και να σκέφτομαι συνέχεια. Πατώ στη γη που όλες οι προλήψεις, μεταφυσικές έννοιες, μάγοι και ψευδαισθήσεις, έχουν αναπτυχθεί σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια… Μίλαγα όλο το πρωινό για το όνειρο που είχα  δει, χωρίς να αναφέρω το τι είδα…
         Ξεκινήσαμε πάλι για δουλειά στο Καμπ  Ντιμεντούτου. Μετά φύγαμε για τα σύνορα Μαλάουι – Μοζαμβίκης απ’ όπου πέρασε το μεγάλο κύμα των προσφύγων και τώρα σιγά – σιγά επιστρέφουν όλοι πίσω. Ένα φυσικό ποτάμι χωρίζει τις δύο χώρες, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται τώρα πια πέρα δώθε χωρίς κανένα πρόβλημα…










           Φωτογραφίζω συνέχεια. Μα ας έχουν γίνει όλα όπως τα φανταζόμουν, όπως τα ζούσα εκείνη τη στιγμή και όπως προσπαθούσα να τα αποτυπώσω όλα φωτογραφικά… Τι οξύμωρο σχήμα, ‘’να γράφεις με το φως και η δουλειά σου να βρίσκεται στο σκοτάδι μέχρι τη εμφανίσει’’ στην Αθήνα.
          Το μεσημέρι αναχώρηση για Μπλοντάιρ. Το να δουλεύεις όλη μέρα κάτω από  τον Αφρικανικό ήλιο και μέσα στη ζέστη είναι φοβερό, μα το να ταξιδεύεις τρεις η ώρα το μεσημέρι με το αυτοκίνητο μέσα στους ατέλειωτους χωματόδρομους του Μαλάουι  είναι το χειρότερο απ’ όλα. Στη διαδρομή κάνουμε στάσεις για να τραβήξουμε πλάνα και να φωτογραφίσουμε. Από μακριά βλέπεις τα χωριά, ομάδες ανθρώπων. σκέφτομαι να πάω κοντά να φωτογραφίσω τη ζωή τους και μόλις φτάνω κοντά διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει τίποτα, όλη η δήθεν ζωή εξαφανίζεται ως δια μαγείας.  Το μόνο που τους βγάζει από την νιρβάνα τους είναι τα μαγικά σύνεργα του διαβόλου που σέρνω μαζί μου  και τρέχουν όλοι να στηθούν μπροστά στο φακό, ειδικά αυτά τα γλυκύτατα πλάσματα, τα παιδιά, με ένα βλέμμα που λες και χάνεται στο  άπειρο  χωρίς να υπάρχει τίποτα πίσω από αυτό, ούτε μετά, παρά μια αίσθηση του «αφήνομαι»… Ίσως μπορεί μια απορία, ίσως μπορεί ένα  τίποτα…









        Το βράδυ γεύμα σε ένα ινδικό ρεστοράν στο Μπλοντάιρ με τον Γκιγέρμο, την γυναίκα του και τον Ζαν Κριστόφ, έναν Γάλλο γιατρό. Ξανά συζητήσεις με τον «βρομερό» Αργεντίνο. Ο  Χ. Λ. Μπόρχες επί σκηνής…  Αποχαιρετισμός… Αύριο αναχωρούμε για Ζάμπια το δεύτερο μέρος του ταξιδιού μας…

                                  
                               ΚΥΡΙΑΚΗ 19/2/95
      Ξύπνημα πολύ πρωί, μετά από μία εξαντλητική πορεία της προηγούμενης μέρας και πολύ ποτό το βράδυ, ταξίδι με το αεροπλάνο από Μπλοντάιρ – Λιλόνγκουε και από Λιλόνγκουε – Λουσάκα, την πρωτεύουσα της Ζάμπια.  Αυτές οι μετακινήσεις σε εξουθενώνουν τελείως, δεν προλαβαίνεις να πάρεις μια ανάσα,  πού να τακτοποιήσεις  όλα τα άλλα…
         Στη Λουσάκα μας περίμενε η Α. μία Ελληνίδα διοικητικός – οικονομικός των γιατρών. Διατυπώσεις διάφορες και αναχώρηση για Μοκούσι. «Γρήγορα να φύγουμε μη μας βρει η νύχτα στο δρόμο, είναι φοβερά επικίνδυνο» έλεγαν όλοι. Η Α.  άφησε τη ζωή της στην Αθήνα, μια καριέρα αρκετά στρωμένη και μια ζωή καλή και στα σαρανταπέντε της αναχώρησε για πού; για όπου, τι σημασία έχει, απλά ή ίδια λέει πως θέλει να γίνει πολίτης αυτού του κόσμου.
        Πορεία από Λουσάκα για Μοκούσι πέντε ώρες ταξίδι. φωτογραφίζω και τραβάω πλάνα συνέχεια. Η πρώτη τροπική βροχή… Φτάνουμε Μοκούσι μόλις σουρούπωνε. Ταχτοποιούμαστε πρόχειρα σε ένα πολύ ωραίο σπίτι όπου μας περίμεναν ο Σ. και η Μ. η Σέρβα γιατρός. Φιλοξενία άψογη και καταπληκτική. Φάγαμε και καθίσαμε με τα παιδιά.

                                      ΔΕΥΤΕΡΑ 20/2/95
       Καιρός βροχερός. Βλέποντας έξω αμέσως καταλαβαίνεις τι σε περιμένει, λασπουριά και συνθήκες άθλιες. Πάμε στο νοσοκομείο όπου πραγματοποιείται το πρώτο πρόγραμμα των Ελλήνων  Γ.Χ.Σ. που είχε σαν στόχο την αναδιοργάνωση του νοσοκομείου που τούδε και εφεξής θα λειτουργεί με τους ντόπιους ανθρώπους, γιατρούς και νοσηλευτές, μόνοι τους, μόλις τελειώσει το πρόγραμμα  των ΓΧΣ. Συνθήκες φοβερές και όμως όπως μου είπαν τα παιδιά: «πού να το έβλεπες πριν»… Η Α. ψυχή και οικονομικός εγκέφαλος της δουλειάς αυτής.
          Εξαντλούμε τη δουλειά στο νοσοκομείο, ποιο νοσοκομείο δηλαδή, αλλά γι’ αυτούς κάτι το πρωτοποριακό, και φεύγουμε για μια φάρμα μιας Ελληνίδας. Λέγοντας φάρμα εννοούμε πάνω από 50.000   στρέμματα γης. Η αποικιοκρατία σε όλο το μεγαλείο της που  συνεχίζεται με πολλές και σύγχρονες μορφές. Πρόγραμμα των εμβολιασμών από τους γιατρούς. Το μεσημέρι επιστρέφουμε στο Μοκούσι. Δουλειά μέσα στην αγορά και μέσα στο χωριό, πώς να το περιγράψω. Ας έχω κάνει μόνο καλά τη δουλειά μου, αυτό μόνο και τίποτε άλλο… Είναι φοβερή αυτή η αίσθηση του να έρχεσαι σε επαφή με αυτούς τους ανθρώπους, να μπαίνεις μέσα στις καλύβες τους, να χώνεσαι μέσα στη ζωή τους, χωρίς να ρωτάς, χωρίς να σε ρωτάνε: «με ποιο δικαίωμα»; Φωτογραφίζω συνέχεια. Δεν είναι το φολκλόρ της ιστορίας, είναι μια προσπάθεια αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών, κανόνων, καταστάσεων, ίσως, αν υπάρχουν, ή τέλος πάντων τι …
         Είμαι πια αλλού. Δεν είμαι δικός τους,  είμαι ακόμη ξένος, όμως το μυαλό μου, η σκέψη μου έχει ξεφύγει για αλλού. Τώρα πια όσο ποτέ δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό που λέμε ‘‘ιστορικό πρέπει’’ έπρεπε συμβεί ή όχι;            Και ακόμη πιο σίγουρος ότι η ιστορία θα γράψει τα δικά της βιβλία, γιατί; δεν ξέρω. Έχω αφεθεί τελείως και το μόνο που κάνω είναι να φωτογραφίζω ούτε κι εγώ ξέρω το γιατί…
        Το βράδυ η Α. είχε κανονίσει ένα ΄΄μπάρμπεκιου΄΄, ένα ‘’ελληνικό μπάρμπεκιου΄’. Ενθουσιάστηκα, άναψα φωτιά και άρχισα να ψήνω τα κρέατα κατά την προσφιλή μου συνήθεια. Έπινα συνέχεια.  Καθίσαμε μέχρι αργά. Είχα ένα φοβερό κέφι. Γέλαγα συνέχεια, «σε καλό να μου βγουν τα γέλια» έλεγα διαρκώς. Εκεί που γέλασα όμως πιο πολύ ήταν με τη μαϊμού, που είχαν τα παιδιά στο σπίτι, κατέβηκε λοιπόν από τη σκεπή που είχε ανέβει, μαλώνει με έναν σκύλο που του είχαμε πετάξει ένα κόκαλο, του βουτάει το κόκαλο και του δίνει ένα κομμάτι κολοκύθι που είχαμε δώσει πριν σ’ αυτήν. Τρελαθήκαμε όλοι από τα γέλια… Νόμος της εξελικτικής διαδικασίας και αυτό το φαινόμενο;
          Τελευταίο βράδυ στην Αφρική, μακριά από όλους και από όλα, ανάμεσα σε φίλους δυο – τριών ημερών και όμως φίλους. Πρώτη φορά που βρίσκομαι σε ταξίδι και θέλω να μείνω κι άλλο. Γέλαγα συνεχώς αυτό το βράδυ και τους πείραζα όλους, τον Κ., τον Σ. , την Μ., την Α., τους πείραζα μέχρις παρεξηγήσεως. Είναι οι καταστάσεις τελικά που φέρνουν τους ανθρώπους κοντά…
                                      

                                               ΤΡΙΤΗ 21/2/95
          Αναχώρηση… Μπροστά μας ένας Γολγοθάς. Πορεία Μοκούσι – Λουσάκα πέντε ώρες με το αυτοκίνητο. Φαγητό στα γρήγορα σε ένα υποτιθέμενο φαστφουντάδικο. Ψώνια σε μια καταπληκτική αγορά, ένα παζάρι με διάφορα είδη από την Αφρική, όπου μπορούσες να βρεις καταπληκτικά πράγματα. Φοβερή ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο, επιτέλους μετά από κάποιες ώρες επιβιβαζόμαστε. Η Α. συνέχεια μαζί μας έτοιμη να καταρρεύσει  από την κούραση. Στο τέλος τη διώχνω λέγοντάς της: «Μάνταμ», αφέντρα στη ντόπια διάλεκτο, η λέξη παιχνίδι ανάμεσά μας,  «φύγε, ελπίζω και θέλω να σε ξαναδώ…»
        Απογείωση, πτήση Λουσάκα – Χαράρε, πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε. 11 ή ώρα το βράδυ. Υποφέρω από  πείνα και μυϊκούς πόνους. Ξανά πτήση Χαράρε – Λονδίνο. Επιτέλους τρώμε. Καταφέρνω να κοιμηθώ λίγο… Λονδίνο, αλλάζουμε αεροδρόμιο, ποιος νοιάζεται. Επιβίβαση στο αεροπλάνο. Πτήση Λονδίνο – Αθήνα…
         Τώρα που γράφω πετάμε πάνω από την Ευρώπη, αυτή τη γηραιά Ευρώπη, που όμως προσπαθεί να αντισταθεί στα σημεία των καιρών. Γράφω συνέχεια αφού δεν μπορώ να φωτογραφίζω άλλο. Τι να γράψω, τι να πω… Το μυαλό μου ταξιδεύει συνεχώς πίσω – μπρος. Ναι από αυτό το ταξίδι δεν ξέρω αν γύρισα σοφότερος, γύρισα όμως αλλαγμένος πια. Το νοιώθω μέσα μου κάτι να αναβλύζει, κάτι να με συνεπαίρνει μέχρι το τελευταίο κύτταρό μου. Δεν ξέρω τι κατάφερα και τι δεν κατάφερα όλες αυτές τις μέρες, όμως δούλευα συνεχώς μόνος μου… Και τότε  κατάλαβα πόσο άπειρος είμαι.  Ο Β. συνέχεια κουρασμένος συνέχεια να κοιμάται.  Εικοσιτεσσάρων χρονών παιδί. Ο Γ. τόσο αδιάφορος… Κυριολεκτικά για άλλη μια φορά ‘’ΟΛΑ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ’’…
         Αφρική στο μεταίχμιο της ιστορίας, στο μεταίχμιο των συναισθημάτων μου. Πού πάω; Τι κάνω; Σκέφτομαι… Αφήνομαι στο γράψιμο, το χέρι μου ένα με τον εγκέφαλό μου, όπως η μηχανή λήψεως ένα με τον αμφιβληστροειδή μου. Στο μυαλό μου συνεχώς το τι  έζησα αυτές τις μέρες. Η Αφρική, το βλέμμα της, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι, το παν και το τίποτα του κόσμου τώρα. Τα δύο τελευταία βράδια στο Μοκούσι…
          Όλα έγιναν τόσο γρήγορα… Έφυγα από την Αθήνα ‘’κάπως’’ και γυρίζω νομίζω ¨όρθιος και αλλιώς, πηγαίνοντας για πού; Ό,τι με απασχολούσε το πήρα μαζί μου, όμως δεν ξέρω τι παράτησα σε κάποια γωνιά της Αφρικανικής γης. Θέλω να συνεχίσω να ονειρεύομαι, μόλις μας ανήγγειλαν ότι πετάμε πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Θέλω να συνεχίσω να πετάω, να πετάω συνέχεια, έστω και «για ένα πουκάμισο αδειανό»…
        Αφρική, με ποιο μικρό βουντού με μάγεψες και μ’ έκανες να τυφλωθώ τελείως ή μάλλον με έκανες να δω καθαρά και ξάστερα το φως σου, τη ζέστη σου. Δεν ξέρω αν μπήκα ποτέ μου μέσα στον Καβάφη, στην Ιθάκη, στο ταξίδι. Ξέρω όμως πως τώρα πια βλέπω μέσα από το φως της Αφρικής, πέρα από το φως… Άλλωστε το πριν και το μετά, δεν συναντώνται πουθενά… Γιατί όχι; Μόνο τη δική μου ερωτική ματιά, θέλω να ρίχνω στα γεγονότα, στις στιγμές, στις εικόνες και στο αύριο…
                                                               Ευχαριστώ!

Υ.Γ.     Ήθελα να γράψω και άλλα πολλά, όμως αυτά έχουν κατακλύσει το μέσα μου. Τα παιδιά της Αφρικής, το βλέμμα τους, οι μανάδες, που με μια πέτσα αντί για στήθος να κρέμεται μπροστά τους, προσπαθούν να θηλάσουν. Τα ξυπόλυτα πόδια, τα εβένινα κορμιά. Ίσως αυτά να βγήκαν στη φωτογραφία και άλλα πολλά που δεν θα βγουν ποτέ προς τα έξω…
         Τώρα πετάμε πάνω από τα βουνά της δικιάς μου γης, δικιάς μου; Μα αφού  ούτε εγώ ο ίδιος δεν αισθάνομαι να ανήκω σε εμένα…  Ας είναι όλη η ζωή ένα παιχνίδι πάνω από τις νοητές γραμμές του ισημερινού και των άλλων παραλλήλων και μεσημβρινών. Άλλωστε ξεκίνησα να κάνω ένα ταξίδι με τους ‘’Medicines Sans Frontiers’’, χωρίς σύνορα, ή για μένα πέρα από την έννοια  ‘’σύνορα’’, όπως πέρα από το φως…
         Κάτω απλώνεται η Αττική. Πρόσδεση. Σε λίγο προσγείωση. Τώρα πετάμε πάνω από τον Σαρωνικό. Το μεγάλο λιμάνι. «Να κοιτάζεις τη θάλασσα», έγραφα κάποτε… Μα τώρα τολμώ να το πω: «Να κοιτάζεις το ΦΩΣ και ίσως πέρα από το φως να υπάρχει  κάτι σε μιαν αέναη κίνηση ή μια οδός  προς την ΑΚΙΝΗΣΙΑ…!
2. Είχα ταξιδέψει ξανά στο παρελθόν στην Αφρική άλλες δύο φορές. Τη μία το 1985, στο παγκόσμιο συνέδριο γυναικών, στη Ναϊρόμπι στην Κένυα και το 1988 Αλεξάνδρεια – Κάιρο στην Αίγυπτο. Όσο και να ήταν πολύ εντυπωσιακά και άκρως ενδιαφέροντα και τα δύο ταξίδια, δεν είχαν καμία σχέση εμπειρικά, γνωσιολογικά με αυτό ταξίδι στο Μαλάουι και στη Ζάμπια με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.                                                                           
                                                                  Α. Κ.
        
 

          

            
                           

                       
                          ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
             




                 ΤΕΤΑΡΤΗ  15 – ΠΕΜΠΤΗ  16/2/1995
     
              ΜΑΧΑΙΡΩΝΟΝΤΑΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΥΠΕΡΥΘΡΕΣ 
             Ωσάν αντίποινα στην απονέκρωση τα ανίατα άνθη
             Κορακιάζω  στη διαφάνεια της φαντασίας από θρίαμβο
             Η αριστερή κατάσταση του στήθους ιδεογράμματα.
                                                            Νίκος Καρούζος

                          ΠΕΤΩΝΤΑΣ,  ΠΕΤΩΝΤΑΣ  ΔΙΑΡΚΩΣ… 
    Έφυγα σχεδόν πανικόβλητος εγκαταλείποντας την Αθήνα, αυτό το μεσημέρι της 15ης Φεβρουαρίου, για να αναχωρήσω πάλι για πού, σχεδόν ράκος, περιμένοντας τι; Αθήνα – Άμστερνταμ. Τέσσερις ώρες αναμονή στο τράνζιτ, χαζεύοντας τον «πολιτισμό» και τα καταναλωτικά αγαθά του. Στην αποστολή μετέχουμε ο Γ.Τ. τεχνικός, ο Β.Ν. δημοσιογράφος, και ο γράφων εικονολήπτης Α.Κ. από την ΕΡΤ και ο Κ.Π. Από τους Γ.Χ.Σ.
        Ξανά πτήση εννιά συνεχόμενες ώρες. Πορεία: Άμστερνταμ – Νταρ Ες Σααλάμ, μια ώρα αναμονή μέσα στο αεροπλάνο και συνέχεια της πτήσης για Λιλόνγκουε. Τώρα έχουμε αφήσει πίσω μας, πριν αρκετή ώρα την νοητή γραμμή του Ισημερινού και πετάμε προς άλλες παραλλήλους  πάνω από την Αφρικανική γη. Λίγο πριν το όρος Κιλιμάντζαρο με τον κρατήρα του, ένα θέαμα καταπληκτικό.


       Φωτογραφίζω συνέχεια, μια και την κάμερα δεν μπορώ να την χρησιμοποιήσω γιατί «έμεινα» από μπαταρίες… Τώρα βουτιά μέσα στα σύννεφα για την προσγείωση στο Νταρ Ες Σααλάμ. Λίγο πριν διάβαζα Νίκο Καρούζο, η Αθήνα πια είναι τόσο μακριά… Όλη νύχτα συζητήσεις με τον Κ. τον νέο γιατρό και τον Β. τον νέο δημοσιογράφο. Βλέπω κάτω καταπράσινη τη γη, λιβάδια, έλη, χουρμαδιές, μπανανιές και άλλα τροπικά φυτά. Προσγείωση στο Νταρ Ες Σααλάμ. Τώρα αρχίζει το ταξίδι…


         Κατεβήκαμε λίγο στο τράνζιτ, μια πρώτη ελάχιστη επαφή με την Αφρική. Φοβερή υγρασία. Έχω χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου και του χώρου, προσπαθώ να συγκεντρωθώ μα δεν τα καταφέρνω. Αισθάνομαι άδειος, κενός συναισθημάτων. Πού πάω; τι θα συναντήσω; τι θα κάνω; Ας ελπίσουμε…
         Πετάμε συνέχεια από χτες το μεσημέρι με μικρές στάσεις στα διάφορα αεροδρόμια. Τώρα που γράφω 16/2  η ώρα είναι 9. 30΄  Ελλάδος και εγώ έχω την αίσθηση πως είναι απομεσήμερο και έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Σκέφτομαι την Αθήνα, πρόσωπα αγαπημένα που ξέρω πως, κάπου η σκέψη τους σπάει τις γραμμές των οριζόντων και έρχεται και με ανταμώνει πάνω από τα σύννεφα που βρίσκομαι συνέχεια εδώ και είκοσι ώρες. Για μένα, τολμώ να το πω, θα ήθελα πάντα να βρίσκομαι όπου υπάρχουν άνθρωποι…
            Αφήνομαι στο ταξίδι, στο γράψιμο, στη φαντασία. Πετώ συνέχεια. Η πτήση Νταρ Ες Σααλάμ – Λιλόνγκουε, ύψος 11.500 μ. Θερμοκρασία ατμόσφαιρας – 55ο βαθμοί C, ώρα τοπική 9.30, όπως και στην Ελλάδα, πάμε να φωτογραφίσουμε τη δυστυχία του κόσμου, ίσως έτσι να καθησυχάζουμε τη συνείδησή μας…  Πορεία στο πουθενά.
          Και συνεχίσαμε να πετάμε συνεχώς. Φτάσαμε Λιλόνγκουε, εκεί στάση για δυο ώρες και μετά ξανά πτήση για Μπλοντάιρ. Ξέρω  πως δεν έχω δει ακόμη τίποτα .
           Στο Μπλοντάιρ μας περίμεναν άνθρωποι των M.S.F. (Γιατροί Χωρίς Σύνορα) και μας πήγαν στα γραφεία τους, εκεί βρίσκεται η διοικητική τους έδρα για το Μαλάουι. Γνωριστήκαμε με τον Γκιγέρμο, έναν Αργεντίνο γιατρό ευγενέστατο. Κάποιες τυπικές διαδικασίες με την αστυνομία και αμέσως  δουλειά.    



 
      Ο Γκιγέρμο μας ξεναγεί στο Μπλοντάιρ και εκεί πια δεν υπάρχει φαντασία εκεί έρχεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα  Ό,τι και να γράψω δεν περιγράφεται… Είναι η "άλλη" πραγματικότητα, η "άλλη" αίσθηση, Ό,τι και να σκεφτώ δεν βγάζω κανένα συμπέρασμα. Αγορά στο Μπλοντάιρ. Χιλιάδες κόσμος πηγαινοέρχεται μέσα στη σκόνη μέσα σε μια κίτρινη ατμόσφαιρα. Όπως έπεφτε ο απογευματινός ήλιος έδινε μιαν άλλη αίσθηση εξωπραγματική… «Φιλοσοφώντας ξεφεύγουμε ως ένα σημείο από το ζώο», όμως γιατί; Κατάληξη πάλι στο μηδέν, κάνοντας αέναους κύκλους βιολογικούς γύρω από τον άξονά μας;    
        Αφρική των αποικιών  και των σκλαβοπάζαρων, Αφρική του τεράστιου πλούτου και της τεράστιας δυστυχίας, Αφρική των τεράστιων πολυεθνικών και της τεράστιας φτώχειας. Αφρική των διαμαντιών, του πετρελαίου, του υπεδάφους και της επιφάνειας της γης, μα και των πολέμων, της πείνας, της δίψας, των αμέτρητων λοιμών και   κακουχιών.




        Όταν κρατάω τις μηχανές μου στο χέρι γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος, ο φακός νομίζεις και αντικαθιστά τον αμφιβληστροειδή σε αναζήτηση ίσως κάποιων άλλων καταστάσεων, αντιλήψεων που ούτε εγώ ο ίδιος μπορώ να το εξηγήσω όσο και να το ψάχνω όσο και να το συζητώ… Η εμβάθυνση στη λεπτομέρεια, η έννοια του συνόλου και της συνέχειας του γενικού πλάνου…   

       
        Στη διάρκεια της πτήσης Λιλόνγκουε – Μπλοντάιρ μία βλάβη της κάμερας ένα βραχυκύκλωμα, με έκανε να τρελαθώ. Ευτυχώς μόλις κατεβήκαμε από το αεροπλάνο διαπιστώσαμε ότι  η βλάβη δεν οφειλόταν στην μηχανή, αλλά στη μπαταρία και… Τέλος πάντων.
        Το μυαλό μου συνέχεια στην Αθήνα, στα γεγονότα των τελευταίων ημερών εκεί. Τα έχω τελείως χαμένα… Στιγμές – στιγμές νοιώθω τον εαυτό μου να χάνεται σε χιλιάδες σκέψεις, εικόνες, χρώματα, στο τίποτα… Ελπίζω όλα να πάνε καλά. Δεν ξέρω αν από αυτό το ταξίδι γυρίσω σοφότερος, ξέρω όμως πως θα γυρίσω αλλιώς…



         Το βράδυ γεύμα σε ένα ιταλικό ρεστοράν στο Μπλοντάιρ. Συζητήσεις πολλές, με τον Κώστα και τον Γκιγέρμο, φιλοσοφία, λογοτεχνία και γιατί όχι; Και πλάκα. Αυτός ο «βρομερός» Λατινοαμερικανός μας εξιστόρησε τη ζωή του. Καταγόμενος από αριστερή οικογένεια δέχτηκε πολλούς διωγμούς από τη χούντα του Βιντέλα. Όταν έπεσε η χούντα βρέθηκε να δουλεύει σε μια κλινική στο Ροζάριο για 10.000 δολάρια το μήνα. Τα παράτησε και άρχισε να ασχολείται με πλοία για τρία χρόνια, ώσπου βαρέθηκε και εκεί και αποφάσισε να γίνει  MSF. Τώρα βρίσκεται δυόμιση χρόνια στο Μαλάουι, ίσως έχοντας βρει εκεί τη δική του Ιθάκη σ’ αυτό το κομμάτι της Αφρικανικής γης ή τη δική του σανίδα σωτηρίας σ’ αυτήν τη ζωή, έχοντας περάσει και τρεις εγκεφαλικές μαλάριες, κατά δήλωσίν του…
         Δέκα η ώρα το βράδυ, τοπική Μαλάουι και Ελλάδος. Ξεροί όλοι για ύπνο. Αύριο ξανά ταξίδι μέχρι το Εσάντζε στα σύνορα Μαλάουι Μοζαμβίκης.

             

                      
                                  

                                          ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17/2/1995
         Στην Αφρική στη διακεκαυμένη ζώνη, ξημερώνει νωρίς και ξημερώνει όμορφα. Το βράδυ μείναμε στο σπίτι των γιατρών, μια κατοικία που είχαν παλιοί αποικιοκράτες με πολύ όμορφο εξωτερικό χώρο. Αναχώρηση για Εσάντζε. Ζέστη και ήλιος πολύς. Αφήνω το βλέμμα μου να χάνεται στο τοπίο, μαζεύω μέσα μου εικόνες, φωτογραφίζω συνέχεια… Ο απέραντος κάμπος με τις φυτείες ζαχαροκάλαμο που εκμεταλλεύεται  ακόμη μια αγγλική  εταιρία, τα χωριά των μαύρων , τα σπίτια τους, χτισμένα με λάσπη και καλάμια, μαύρα και αυτά. Όποτε σταματάμε και σηκώνω τη μηχανή να φωτογραφίσω, μαζεύονται συνεχώς κόσμος μπροστά μου και ποζάρουν χαμογελαστοί. Όμως αυτά τα βλέμματά τους δεν περιγράφονται, ίσως μόνο δείχνονται ή ίσως μόνο να τα αντιληφθεί μπορεί κανείς και τίποτε περισσότερο.















          Όλα σε μια κατάσταση πρωτόφαντη. Μέχρι πριν λίγο καιρό δεν ξέρανε τι θα πει χρήμα, τώρα πουλάνε τα τρόφιμα της βοήθειας που τους δίνουν για να βγάλουν λεφτά: Η αρχή της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης… Προχωρώ ανάμεσά τους, αναπνέω τις μυρωδιές τους, έρχομαι σε επαφή μαζί τους, αλλά αισθάνομαι ξένος…






          Φτάνουμε στο Εσάντζε μετά από τρεις ώρες ταξίδι με το τζιπ, σε έναν ατελείωτο χωματόδρομο. Πηγαίνουμε κατευθείαν στο ‘‘Ντιμεντούτου’’, στρατόπεδο Μοζαμβικιανών προσφύγων εδώ και οχτώ χρόνια. Κάποτε ζούσαν στοιβαγμένοι περίπου εκατό χιλιάδες πρόσφυγες τώρα έχουν απομείνει γύρω στις εικοσιπέντε χιλιάδες. Εκεί που θέριζε το έιτζ, η χολέρα, και η πανούκλα, η δυσεντερία, η μαλάρια.   





        Μας περίμενε η Θ. μια Ελληνίδα MSF. Μου είπε ότι αποφάσισε να ζήσει πια με τους γιατρούς. Καινούρια φιλοσοφία; Καινούρια ιδέα; Καινούρια αντίληψη των πραγμάτων; Δεν ξέρω, η ιστορία θα το καταγράψει και αυτό… Πάντως νέοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, απαρνούνται τις πατρίδες τους και φεύγουν για να προσφέρουν τις ιατρικές και νοσηλευτικές τους γνώσεις σε όλο τον κόσμο «Χωρίς Σύνορα».
         Αισθάνομαι ταραγμένος όλες οι εικόνες που βλέπω, όλες οι καινούριες απόψεις που γνωρίζω με έχουν φέρει σε μια άλλη  κατάσταση. Γκρινιάζω συνέχεια και με όλους, ίσως αυτό να έχει και τα καλά του γιατί προχωράει η δουλειά. Δουλεύουμε όλη μέρα κάτω από τον ήλιο, όλα διαδραματίζονται ταχύτατα. Ελάχιστος ο χρόνος που έχουμε στη διάθεση μας και συνέχεια μετακινήσεις. Όλες οι πληροφορίες συσσωρεύονται μέσα μου με τέτοιους ρυθμούς που θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να ταξινομηθούν στη σκέψη μου, αν ποτέ ταξινομηθούν. 

          Οι μαύροι έχουν αφεθεί πια, ή μάλλον έχουν παραδοθεί στην  ευρωπαϊκή σκέψη και «πρόοδο». Πεθαίνουν καθημερινά από τη μάστιγα του αιώνα. Η Αφρική στο μεταίχμιο της ιστορίας της. Σε λίγα χρόνια, το μόνο που θα θυμίζει Αφρική, θα είναι το χρώμα του δέρματος των ανθρώπων της… Η ιστορία κάνει συνεχώς τους κύκλους της, μέχρι πού και γιατί, σε αναζήτηση τίνος συγκεκριμένου σημείου αναφοράς, που θα ήθελε και πρέπει να συμβεί…  



                                              --------
           Δεν ξέρω τι να πω και τι να γράψω… Όλα εξελίσσονται με τόση ταχύτατα που αρχίζω να τα χάνω. Πόσες εικόνες,  πόσες σκέψεις, πόσοι δρόμοι… Αφρική, πέρα, πριν, μετά. Τεράστιες οι παραστάσεις και οι σκέψεις που αναβλύζουν μέσα από τις εικόνες.  Δεν ξέρω τι καταφέρνω και τι όχι. Συνέχεια φωτογραφίζω και σκέφτομαι. Τα χωριά των μαύρων, η άλλη αντιμετώπιση της ζωής, μα και οι αρρώστιες. Εμείς πολίτες άλλου κόσμου, πόσο μπορούμε να καταλάβουμε τη σκέψη αυτών, των διαφορετικών λαών, που τους έχουν οδηγήσει στην εξαθλίωση. Οι καλύβες τους από πηλό και για σκεπή κλαδιά, στο εσωτερικό τίποτα, μόνο το ίδιο χώμα όπως και έξω, ίσως να μην υπάρχει η αντίληψη το σπίτι μου, αλλά μόνο η προσπάθεια για προστασία από τα στοιχεία της φύσης. Δεν ξέρω τα έχω τελείως χαμένα…
         Το βράδυ συζητήσεις ατελείωτες, όσο αντέχουμε βέβαια γιατί μας παίρνει όρθιους ο ύπνος από την κούραση.

                   


































     
                                  

                                           ΣΑΒΒΑΤΟ 18/2/95
        Τι να πω για τη σημερινή ημέρα; Ένα υπέροχο ξύπνημα στο Ενσάνζε, ένα υπέροχο όνειρο το βράδυ που με έκανε να ξυπνήσω και να σκέφτομαι συνέχεια. Πατώ στη γη που όλες οι προλήψεις, μεταφυσικές έννοιες, μάγοι και ψευδαισθήσεις, έχουν αναπτυχθεί σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια… Μίλαγα όλο το πρωινό για το όνειρο που είχα  δει, χωρίς να αναφέρω το τι είδα…
         Ξεκινήσαμε πάλι για δουλειά στο Καμπ  Ντιμεντούτου. Μετά φύγαμε για τα σύνορα Μαλάουι – Μοζαμβίκης απ’ όπου πέρασε το μεγάλο κύμα των προσφύγων και τώρα σιγά – σιγά επιστρέφουν όλοι πίσω. Ένα φυσικό ποτάμι χωρίζει τις δύο χώρες, οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται τώρα πια πέρα δώθε χωρίς κανένα πρόβλημα…
   

      








       
         Φωτογραφίζω συνέχεια. Μα ας έχουν γίνει όλα όπως τα φανταζόμουν και όπως τα ζούσα εκείνη τη στιγμή και όπως προσπαθούσα να τα αποτυπώσω όλα φωτογραφικά… Τι οξύμωρο σχήμα, ‘’να γράφεις με το φως και η δουλειά σου να βρίσκεται στο σκοτάδι μέχρι τη εμφανίσει’’, στην Αθήνα.
          Το μεσημέρι αναχώρηση για Μπλοντάιρ. Το να δουλεύεις όλη μέρα κάτω από  τον Αφρικανικό ήλιο και μέσα στη ζέστη είναι φοβερό, μα το να ταξιδεύεις τρεις η ώρα το μεσημέρι με το αυτοκίνητο μέσα στους ατέλειωτους χωματόδρομους του Μαλάουι  είναι το χειρότερο απ’ όλα. Στη διαδρομή κάνουμε στάσεις για να τραβήξουμε πλάνα και να φωτογραφίσουμε. Από μακριά βλέπεις τα χωριά, ομάδες ανθρώπων. σκέφτομαι να πάω κοντά να φωτογραφίσω τη ζωή τους και μόλις φτάνω κοντά διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει τίποτα, όλη η δήθεν ζωή εξαφανίζεται ως δια μαγείας.  Το μόνο που τους βγάζει από την νιρβάνα τους είναι τα μαγικά σύνεργα του διαβόλου που σέρνω μαζί μου  και τρέχουν όλοι να στηθούν μπροστά στο φακό, ειδικά αυτά τα γλυκύτατα πλάσματα, τα παιδιά, με ένα βλέμμα που λες και χάνεται στο  άπειρο  χωρίς να υπάρχει τίποτα πίσω από αυτό, ούτε μετά, παρά μια αίσθηση του «αφήνομαι»… Ίσως μπορεί μια απορία, ίσως μπορεί ένα  τίποτα…

















        Το βράδυ γεύμα σε ένα ινδικό ρεστοράν στο Μπλοντάιρ με τον Γκιγέρμο, την γυναίκα του και τον Ζαν Κριστόφ, έναν Γάλλο γιατρό. Ξανά συζητήσεις με τον «βρομερό» Αργεντίνο. Ο  Χ. Λ. Μπόρχες επί σκηνής…  Αποχαιρετισμός… Αύριο αναχωρούμε για Ζάμπια το δεύτερο μέρος του ταξιδιού μας…

                 
                 
                             

                                                ΚΥΡΙΑΚΗ 19/2/95
      Ξύπνημα πολύ πρωί, μετά από μία εξαντλητική πορεία της προηγούμενης μέρας και πολύ ποτό το βράδυ, ταξίδι με το αεροπλάνο από Μπλοντάιρ – Λιλόνγκουε και από Λιλόνγκουε – Λουσάκα, την πρωτεύουσα της Ζάμπια.  Αυτές οι μετακινήσεις σε εξουθενώνουν τελείως, δεν προλαβαίνεις να πάρεις μια ανάσα,  πού να τακτοποιήσεις  όλα τα άλλα…
         Στη Λουσάκα μας περίμενε η Α. μία Ελληνίδα διοικητικός – οικονομικός των γιατρών. Διατυπώσεις διάφορες και αναχώρηση για Μοκούσι. «Γρήγορα να φύγουμε μη μας βρει η νύχτα στο δρόμο, είναι φοβερά επικίνδυνο» έλεγαν όλοι. Η Α.  άφησε τη ζωή της στην Αθήνα, μια καριέρα αρκετά στρωμένη και μια ζωή καλή και στα σαρανταπέντε της αναχώρησε για πού; για όπου, τι σημασία έχει, απλά ή ίδια λέει πως θέλει να γίνει πολίτης αυτού του κόσμου.
        Πορεία από Λουσάκα για Μοκούσι πέντε ώρες ταξίδι. φωτογραφίζω και τραβάω πλάνα συνέχεια. Η πρώτη τροπική βροχή… Φτάνουμε Μοκούσι μόλις σουρούπωνε. Ταχτοποιούμαστε πρόχειρα σε ένα πολύ ωραίο σπίτι όπου μας περίμεναν ο Σ. και η Μ. η Σέρβα γιατρός. Φιλοξενία άψογη και καταπληκτική. Φάγαμε και καθίσαμε με τα παιδιά.





















                                     



                                               ΔΕΥΤΕΡΑ 20/2/95
       Καιρός βροχερός. Βλέποντας έξω αμέσως καταλαβαίνεις τι σε περιμένει, λασπουριά και συνθήκες άθλιες. Πάμε στο νοσοκομείο όπου πραγματοποιείται το πρώτο πρόγραμμα των Ελλήνων  Γ.Χ.Σ. που είχε σαν στόχο την αναδιοργάνωση του νοσοκομείου που τούδε και εφεξής θα λειτουργεί με τους ντόπιους ανθρώπους, γιατρούς και νοσηλευτές, μόνοι τους, μόλις τελειώσει το πρόγραμμα  των ΓΧΣ. Συνθήκες φοβερές και όμως όπως μου είπαν τα παιδιά: «πού να το έβλεπες πριν»… Η Α. ψυχή και οικονομικός εγκέφαλος της δουλειάς αυτής. Κατόπιν πηγαίνουμε στο καμπ για το AIDS... Εκεί η απόγνωση ξεπέρναγε κάθε άλλο συναίσθημα... Mικρά παιδιά και νεαρές μανάδες χτυπημένες από την ασθένεια των 20 τελευταίων χρόνων...
    






























Εξαντλούμε τη δουλειά στο νοσοκομείο, ποιο νοσοκομείο δηλαδή, αλλά γι’ αυτούς κάτι το πρωτοποριακό, και φεύγουμε για μια φάρμα μιας Ελληνίδας. Λέγοντας φάρμα εννοούμε πάνω από 50.000   στρέμματα γης. Η αποικιοκρατία σε όλο το μεγαλείο της που  συνεχίζεται με πολλές και σύγχρονες μορφές. Πρόγραμμα των εμβολιασμών από τους γιατρούς. 











      Το μεσημέρι επιστρέφουμε στο Μοκούσι. Δουλειά μέσα στην αγορά και μέσα στο χωριό, πώς να το περιγράψω. Ας έχω κάνει μόνο καλά τη δουλειά μου, αυτό μόνο και τίποτε άλλο… Είναι φοβερή αυτή η αίσθηση του να έρχεσαι σε επαφή με αυτούς τους ανθρώπους, να μπαίνεις μέσα στις καλύβες τους, να χώνεσαι μέσα στη ζωή τους, χωρίς να ρωτάς, χωρίς να σε ρωτάνε: «με ποιο δικαίωμα»; Φωτογραφίζω συνέχεια. Δεν είναι το φολκλόρ της ιστορίας, είναι μια προσπάθεια αναζήτησης βαθύτερων αιτιών, κανόνων, καταστάσεων, της διαφορετικότητας ίσως, αν υπάρχουν, ή τέλος πάντων τι …









                         






                                                     
                                                                --------



                                                                ----



                                                         ---------------




























         Είμαι πια αλλού. Δεν είμαι δικός τους,  είμαι ακόμη ξένος, όμως το μυαλό μου, η σκέψη μου έχει ξεφύγει για αλλού. Τώρα πια όσο ποτέ δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό που λέμε ‘‘ιστορικό πρέπει’’ έπρεπε συμβεί ή όχι;            Και ακόμη πιο σίγουρος ότι η ιστορία θα γράψει τα δικά της βιβλία, γιατί; δεν ξέρω. Έχω αφεθεί τελείως και το μόνο που κάνω είναι να φωτογραφίζω ούτε κι εγώ ξέρω το γιατί…







        Το βράδυ η Α. είχε κανονίσει ένα ΄΄μπάρμπεκιου΄΄, ένα "ελληνικό μπάρμπεκιου". Ενθουσιάστηκα, άναψα φωτιά και άρχισα να ψήνω τα κρέατα κατά την προσφιλή μου συνήθεια. Έπινα συνέχεια.  Καθίσαμε μέχρι αργά. Είχα ένα φοβερό κέφι. Γέλαγα συνέχεια, «σε καλό να μου βγουν τα γέλια» έλεγα διαρκώς. Εκεί που γελάσαμε όμως πιο πολύ ήταν με τη μαϊμού, που είχαν τα παιδιά στο σπίτι, κατέβηκε λοιπόν από τη σκεπή που είχε ανέβει, μαλώνει με έναν σκύλο που του είχαμε πετάξει ένα κόκαλο, του βουτάει το κόκαλο και του δίνει ένα κομμάτι κολοκύθι που είχαμε δώσει πριν σ’ αυτήν. Τρελαθήκαμε όλοι από τα γέλια… Νόμος της εξελικτικής διαδικασίας και αυτό το φαινόμενο;
          Τελευταίο βράδυ στην Αφρική, μακριά από όλους και από όλα, ανάμεσα σε φίλους δυο – τριών ημερών και όμως φίλους. Πρώτη φορά που βρίσκομαι σε ταξίδι και θέλω να μείνω κι άλλο. Γέλαγα συνεχώς αυτό το βράδυ και τους πείραζα όλους, τον Κ., τον Σ. , την Μ., την Α., τους πείραζα μέχρις παρεξηγήσεως. Είναι οι καταστάσεις τελικά που φέρνουν τους ανθρώπους κοντά…
                     









                 

                                               ΤΡΙΤΗ 21/2/95
          Αναχώρηση… Μπροστά μας ένας Γολγοθάς. Πορεία Μοκούσι – Λουσάκα πέντε ώρες με το αυτοκίνητο. Φαγητό στα γρήγορα σε ένα υποτιθέμενο φαστφουντάδικο. Ψώνια σε μια καταπληκτική αγορά, ένα παζάρι με διάφορα είδη από την Αφρική, όπου μπορούσες να βρεις καταπληκτικά πράγματα. Φοβερή ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο, επιτέλους μετά από κάποιες ώρες επιβιβαζόμαστε. Η Α. συνέχεια μαζί μας έτοιμη να καταρρεύσει  από την κούραση. Στο τέλος τη διώχνω λέγοντάς της: «Μάνταμ» 
- αφέντρα στη ντόπια διάλεκτο -  λέξη παιχνίδι ανάμεσά μας,  «φύγε, ελπίζω και θέλω να σε ξαναδώ…»
        Απογείωση, πτήση Λουσάκα – Χαράρε, πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε. 11 ή ώρα το βράδυ. Υποφέρω από  πείνα και μυϊκούς πόνους. Ξανά πτήση Χαράρε – Λονδίνο. Επιτέλους τρώμε. Καταφέρνω να κοιμηθώ λίγο… Λονδίνο, αλλάζουμε αεροδρόμιο, ποιος νοιάζεται. Επιβίβαση στο αεροπλάνο. Πτήση Λονδίνο – Αθήνα…
         Τώρα που γράφω πετάμε πάνω από την Ευρώπη, αυτή τη γηραιά Ευρώπη, που όμως προσπαθεί να αντισταθεί στα σημεία των καιρών. Γράφω συνέχεια αφού δεν μπορώ να φωτογραφίζω άλλο. Τι να γράψω, τι να πω… Το μυαλό μου ταξιδεύει συνεχώς πίσω – μπρος. Ναι από αυτό το ταξίδι δεν ξέρω αν γύρισα σοφότερος, γύρισα όμως αλλαγμένος πια. Το νοιώθω μέσα μου κάτι να αναβλύζει, κάτι να με συνεπαίρνει μέχρι το τελευταίο κύτταρό μου. 











       Δεν ξέρω τι κατάφερα και τι δεν κατάφερα όλες αυτές τις μέρες, όμως δούλευα συνεχώς μόνος μου… Και τότε  κατάλαβα πόσο άπειρος είμαι.  Ο Β. συνέχεια κουρασμένος συνέχεια να κοιμάται.  Εικοσιτεσσάρων χρονών παιδί. Ο Γ. τόσο αδιάφορος… Κυριολεκτικά για άλλη μια φορά ‘’ΟΛΑ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ’’…
         Αφρική στο μεταίχμιο της ιστορίας, στο μεταίχμιο των συναισθημάτων μου. Πού πάω; Τι κάνω; Σκέφτομαι… Αφήνομαι στο γράψιμο, το χέρι μου ένα με τον εγκέφαλό μου, όπως η μηχανή λήψεως ένα με τον αμφιβληστροειδή μου. Στο μυαλό μου συνεχώς το τι  έζησα αυτές τις μέρες. Η Αφρική, το βλέμμα της, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι, το παν και το τίποτα του κόσμου τώρα. Τα δύο τελευταία βράδια στο Μοκούσι…
          Όλα έγιναν τόσο γρήγορα… Έφυγα από την Αθήνα "κάπως" και γυρίζω νομίζω όρθιος και "αλλιώς", πηγαίνοντας για πού; Ό,τι με απασχολούσε το πήρα μαζί μου, όμως δεν ξέρω τι παράτησα σε κάποια γωνιά της Αφρικανικής γης. Θέλω να συνεχίσω να ονειρεύομαι, μόλις μας ανήγγειλαν ότι πετάμε πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Θέλω να συνεχίσω να πετάω, να πετάω συνέχεια, έστω και «για ένα πουκάμισο αδειανό»…
        Αφρική, με ποιο μικρό βουντού με μάγεψες και μ’ έκανες να τυφλωθώ τελείως ή μάλλον με έκανες να δω καθαρά και ξάστερα το φως σου, τη ζέστη σου. Δεν ξέρω αν μπήκα ποτέ μου μέσα στον Καβάφη, στην Ιθάκη, στο ταξίδι. Ξέρω όμως πως τώρα πια βλέπω μέσα από το φως της Αφρικής, πέρα από το φως… Άλλωστε το πριν και το μετά, δεν συναντώνται πουθενά… Γιατί όχι; Μόνο τη δική μου ερωτική ματιά, θέλω να ρίχνω στα γεγονότα, στις στιγμές, στις εικόνες και στο αύριο…
                                                               Ευχαριστώ!













         Υ.Γ.     Ήθελα να γράψω και άλλα πολλά, όμως αυτά έχουν κατακλύσει το μέσα μου. Τα παιδιά της Αφρικής, το βλέμμα τους, οι μανάδες, που με μια πέτσα αντί για στήθος να κρέμεται μπροστά τους, προσπαθούν να θηλάσουν. Τα ξυπόλυτα πόδια, τα εβένινα κορμιά. Ίσως αυτά να βγήκαν στη φωτογραφία και άλλα πολλά που δεν θα βγουν ποτέ προς τα έξω…
         Τώρα πετάμε πάνω από τα βουνά της δικιάς μου γης, δικιάς μου; Μα αφού  ούτε εγώ ο ίδιος δεν αισθάνομαι να ανήκω σε εμένα…  Ας είναι όλη η ζωή ένα παιχνίδι πάνω από τις νοητές γραμμές του ισημερινού και των άλλων παραλλήλων και μεσημβρινών. Άλλωστε ξεκίνησα να κάνω ένα ταξίδι με τους ‘’Medicines Sans Frontiers’’, χωρίς σύνορα, ή για μένα πέρα από την έννοια  ‘’σύνορα’’, όπως πέρα από το φως…
         Κάτω απλώνεται η Αττική. Πρόσδεση. Σε λίγο προσγείωση. Τώρα πετάμε πάνω από τον Σαρωνικό. Το μεγάλο λιμάνι. «Να κοιτάζεις τη θάλασσα», έγραφα κάποτε… Μα τώρα τολμώ να το πω: «Να κοιτάζεις το ΦΩΣ και ίσως πέρα από το φως να υπάρχει  κάτι σε μιαν αέναη κίνηση ή μια οδός  προς την     Α - ΚΙΝΗΣΙ - Α…!
         ------------------------------------------------------------------------------------------


          Υ.Γ.  2. Είχα ταξιδέψει ξανά στο παρελθόν στην Αφρική άλλες δύο φορές. Τη μία το 1985, στο παγκόσμιο συνέδριο γυναικών, στη Ναϊρόμπι στην Κένυα και το 1988 Αλεξάνδρεια – Κάιρο στην Αίγυπτο. Όσο και να ήταν πολύ εντυπωσιακά και άκρως ενδιαφέροντα και τα δύο ταξίδια, δεν είχαν καμία σχέση εμπειρικά, γνωσιολογικά με αυτό ταξίδι στο Μαλάουι και στη Ζάμπια με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.   
                                                                        
       3.  Σκόπιμα δεν έβαλα λεζάντες στις φωτογραφίες... Νομίζω ότι έτσι η κάθε φωτογραφία σε ταξιδεύει καλλίτερα...                                                           
                                                   
                                                                                                 Α. Κ.