Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

                    
               
               ΌΤΑΝ ΤΟ ΓΡΑΝΆΖΙ  ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΥΡΝΆΕΙ ΑΝΆΠΟΔΑ
       
       ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΑΞΙΔΙΟΥ  (Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Αρμενία, το έτος 1992)
                                               
                                              
                                                    ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14/2/1992
      
                    Αρχίζει το ταξίδι…
                                         
                                                                                                                 
        Αφού πέρασε μια βδομάδα γεμάτη εκνευρισμό, ένταση και αγανάκτηση, εντός της ΕΡΤ, τα καταφέραμε να ξεκινήσουμε. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν υπήρχε ο στοιχειώδης σεβασμός απέναντι, αν όχι στα πρόσωπά μας, τουλάχιστον στη δουλειά που πάμε να κάνουμε. Αλλά ας όψεται. Άλλωστε όπως λέει και ο ποιητής: «δεν γράφω για καμιά ελίτ, ούτε γι’ αυτό που μερικοί αποκαλούν μάζα, μου είναι και οι δύο έννοιες τελείως αδιάφορες. Γράφω για τον εαυτό μου, για μερικούς φίλους μου και για να απαλύνω την ροή του χρόνου».
       Στην αποστολή συμμετέχουμε τρεις ο δημοσιογράφος Γ. Ζ. , Ο ηχολήπτης Γιάννης Τ. και ο γράφων  κι υπογράφων εικονολήπτης, εγώ…
       Όλες αυτές τις μέρες δεν το κρύβω ότι δείλιασα ορισμένες στιγμές. ‘’Ανθρώπινο συναίσθημα και ο φόβος’’, όμως σε γενικές γραμμές η ψυχολογία μου ήταν αρκετά καλή.
        Μέσα στο αεροπλάνο, πετώντας για Μόσχα, γνωριστήκαμε με δύο Ελληνίδες φοιτήτριες που είχαν έρθει στην Ελλάδα για διακοπές. Κάναμε παρέα με την Αθανασία και τη Βέρα. Πολύ αξιόλογα άτομα, μας ενημέρωσαν για αρκετά πράγματα για τη σημερινή ζωή στη Ρωσία. Με αρκετή ανησυχία κατά την προσγείωση, επιτέλους αποβιβαζόμαστε στο αεροδρόμιο. Με την πρώτη ματιά καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάποτε λέγαμε «Μόσχα», τώρα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια τριτοκοσμική πρωτεύουσα.      

                     
                                       Μόσχα Κόκκινη πλατεία πίσω μας το μαυσωλείο του Λένιν
        
      Δύο μήνες πριν, τον Δεκέμβριο του 1991, είχε γίνει η επίσημη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης από τον Μιχαήλ  Γκορμπατσόφ. Τα γεγονότα είχαν αρχίσει δυο – τρία χρόνια νωρίτερα. Η πρώτη απόπειρα για ‘’την έφοδο στον ουρανό’’ της εργατικής τάξης είχε αποτύχει…
        Μείναμε το βράδυ σε ένα καράβι – ξενοδοχείο στο ποτάμι Μόσχοβα. Το έχει ένας Έλληνας. Εκεί μάθαμε αρκετά για τη ζωή στη Μόσχα Κατ’ αρχήν έχει αρχίσει να διοικεί η μαφία και μία φυλή αυτονομιστών Τσετσένων. Το βράδυ πήγαμε στο μπαρ, είχαν πάρτι κάποιοι μαφιόζοι αρχηγοί. Το χρήμα σκορπιζόταν σαν χαρτιά στον άνεμο, η βότκα και η σαμπάνια έρρεε. Καταπληκτικές οι πρώτες εντυπώσεις. Πέσαμε ξεροί για ύπνο. Αύριο μας περιμένει Γολγοθάς. Το μυαλό μου συνέχεια στην Αθήνα. Προσπαθώ να μη το σκέφτομαι, γιατί έχω μπροστά μου ακόμη δεκαπέντε ημέρες.
                                                       
                                              ΣΑΒΒΑΤΟ 15 /2/92
        
         Σηκωθήκαμε το πρωί και αρχίσαμε τις περιηγήσεις στην πόλη. κάναμε και ένα – δυο θέματα. Πήγαμε και στην Κόκκινη πλατεία. Δεν ξέρω αλλά μου ήταν τελείως αδιάφορο το γεγονός… Που κάποτε… Αρχίζουμε να βλέπουμε τη Μόσχα… Πρόσωπα θλιμμένα, απογοητευμένα, φοβισμένα… Η Μόσχα τίποτε το ιδιαίτερο, δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Το πρωί συναντηθήκαμε και με τον ανταποκριτή μας στη Μόσχα τον Δ. Λ. «Πάμε κάπου να πάρουμε πρωινό και καφέ» μας λέει. «Έχουμε πάρει είμαστε κομπλέ» του απαντήσαμε. «Ρε στη Ρωσία τώρα πια, όπου βρίσκεις φαγητό θα τρως και ας είσαι του σκασμού, γιατί δεν ξέρεις πότε θα ξαναβρείς να φας», μας ανταπάντησε… Μας ανέλυσε όλη την κατάσταση τώρα πια για τη Ρωσία και τις άλλες  «δημοκρατίες». Το απόγευμα ξεκινήσαμε για Μπακού, πήγαμε σε ένα αεροδρόμιο νομίζω το «Ντοντόμοβα», και τώρα κάνε


    περιγραφή… Είναι το αεροδρόμιο για τις εσωτερικές γραμμές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και νυν ΚΑΚ (Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών)… Αυτή κι αν ήταν κατάσταση απερίγραπτη. Η λέξη «Χάος» είναι μικρή για να αποδώσει την πραγματικότητα. Ένα αεροδρόμιο που χρησιμοποιείται για 15 δημοκρατίες και εκατό εθνότητες. Κουβαλάγαμε τα πράγματα και τα μηχανήματα μέσα από την πίστα για να τα πάμε για φόρτωση. Βρώμα, μπόχα,  δυσωδία, σκηνές που σου θυμίζουν ταινίες  από τριτοκοσμικές χώρες. Το ίδιο και η αίθουσα αναμονής. Εκεί και η πρώτη ψυχρολουσία, το αεροπλάνο είχε τέσσερις ώρες καθυστέρηση και από τις έξη που ήταν προγραμματισμένη η πτήση θα γινόταν στις δέκα τουλάχιστον. Φοβόμασταν και πάρα πολύ για τα μηχανήματα και τα πράγματα.
        Σήμερα μου έτυχε να έχω μία από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες στη ζωή μου. Στην αίθουσα αναμονής μας πλησίασε κάποιος τύπος, μίλαγε σπαστά ελληνικά. Μας είπε ότι ήταν Πόντιος που είχε επαναπατριστεί και πήγαινε στην Τασκένδη γιατί είχαν το μνημόσυνο της μητέρας του. Είχε ένα πρόβλημα με το εισιτήριό του και έμπλεξε με κάποιους ‘’τύπους’’ που του υποσχέθηκαν ότι θα τον «βόλευαν». Τελικά βρήκε εισιτήριο αλλά χάλασε τη συμφωνία με τους ‘’τύπους’’ οι οποίοι ήταν μαφιόζοι της «σύγχρονης» Μόσχας.
         Ο Δημήτρης Τ. άρχισε να φοβάται για τα χρήματα που είχε μαζί του. Έτρεμε κυριολεκτικά. Πολύ φοβισμένα μου άφησε να εννοηθεί ότι ήθελε να μου δώσει τα λεφτά. «Που με ξέρεις που σε ξέρω» του λέω. Σε παρακαλώ πάρ’ τα» μου λέει. Δέχτηκα μετά  φόβου θεού και πίστεως και του είπα ότι θα τα έδινα στην γυναίκα του αν και όποτε γύριζα πίσω στην Αθήνα.   Αμέσως άρχισε να λύνει τα κορδόνια των παπουτσιών του και να βγάζει από μέσα λεφτά. Ήταν βρεμένα από τον ιδρώτα και βρώμαγαν… Τα μέτρησα στα γρήγορα κάτω από το τραπέζι. «Σε παρακαλώ Αντώνη», μου έλεγε, «έχω τέσσερα παιδιά, είμαι φτωχός άνθρωπος, πάω στην Τασκένδη να φέρω τον πατέρα μου…  Σε παρακαλώ…» 
      Τον καθησύχασα του είπα ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάται. Με εμπιστεύτηκε. Συγκινήθηκα πάρα πολύ. Το ποσόν που μου έδωσε είναι πολύ μεγάλο… Υπάρχει αρκετό ρίσκο για μένα στην υπόθεση. Λίγο πριν περάσουμε τον έλεγχο με ξαναφωνάζει και μου λέει σε κατάσταση πανικού:  «πάρε και αυτά τα ελληνικά, πάρε και αυτά τα δολάρια», χωρίς καν να τα μετρήσει. Του τα έδωσα πίσω λέγοντάς του ότι θα του χρειαστούν. (1)
         Πόσο φόβο μπορεί να αισθανόταν αυτός ο άνθρωπος αυτή τη στιγμή, πόση αγωνία… Τελικά την ώρα που είχαμε περάσει τον έλεγχο και περιμέναμε να επιβιβαστούμε, αναχώρησαν πριν από μας οι επιβάτες για Τασκένδη, δεν τον είδα, ίσως να φοβήθηκε και να φύγει.  Ας είναι καλά ο άνθρωπος… Εγώ νοιώθω ότι έκανα το χρέος μου, παρόλο το τεράστιο ρίσκο για πολλούς λόγους που έπαιρνα. Μόλις γυρίσω στην Αθήνα θα βρω τη γυναίκα του για να της τα δώσω… Είμαι συγκλονισμένος, η ψυχολογία μου είναι χάλια, θέλω να γυρίσω πίσω το συντομότερο δυνατόν αλλά δεν γίνεται, προσπαθώ να σκεφτώ ευχάριστα πράγματα. Ένα ερώτημα με βασανίζει: που πάμε; για ποιο λόγο; Λέω στον εαυτό μου:  «προχώρα»…
          Γύρω στις 12.30 μπήκαμε επιτέλους στο αεροπλάνο. Και εκεί η κατάσταση ίδια με του αεροδρομίου. Το αεροπλάνο σε άθλια κατάσταση και να βρομάει φοβερά. Βρήκαμε δυο θέσεις και καθίσαμε, φοβόμουν την πτήση, προσπαθούσα να μη σκέφτομαι. Είχα στριμωχτεί σε μια θέση και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Κουκουλώθηκα με το μπουφάν μου και άρχισε να με παίρνει ένας γλυκός ύπνος, βαστούσα την κάμερα στην αγκαλιά μου… Ξύπνησα μόλις το αεροπλάνο απογειώθηκε… Σκέφτομαι συνεχώς την Ελλάδα, αγανακτούσα μέσα μου, φοβόμουν και την πτήση…
        Φτάσαμε στο Μπακού, κατεβαίνουμε από το αεροπλάνο και τι να δούμε, η κατάσταση έμοιαζε με χοιροστάσιο. Φάτσες περίεργες τριγυρνούσαν. Παίρνουμε τα πράγματα και μπαίνουμε σε δύο ταξί να πάμε στο ξενοδοχείο. Λίγο πριν φτάσουμε σταμάτησαν και μας ζήταγαν και άλλα λεφτά για να συνεχίσουν. Εκνευρίστηκα πάρα πολύ. Με πρόφαση ότι είχα τα χρήματα στο πορτ - μπαγκάζ του αυτοκινήτου κατέβηκα κάτω και άρχισα να σπρώχνω τον έναν και να τον βρίζω. Τον βούτηξα και τον ξάπλωσα στο καπό του αυτοκινήτου. Τελικά από εκατό δολάρια που μας ζήταγαν στην αρχή συμβιβάστηκαν με δύο  πακέτα τσιγάρα Μάρλμπορο και άλλα δύο Κάμελ που τους κάναμε «δώρο» γιατί ήταν «καλά παιδιά».
         Το ξενοδοχείο άθλιο, μια μπόχα κυριαρχούσε παντού. Γύρω στις τεσερσήμισι το πρωί που φτάσαμε, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να βρω ένα χώρο να κοιμηθώ. Ένοιωθα εξαντλημένος. Αύριο σκέφτομαι αρχίζει μια καινούρια μέρα… Μένουμε μαζί με τον Γιάννη, κάνουμε καλή παρέα, τον σέβομαι πάρα πολύ. Του είπα πως: «αν ζούσε ο πατέρας μου, θα είχαν την ίδια ηλικία». Κοιμήθηκα ξερός.
                                 
                                         ΚΥΡΙΑΚΗ 16/2/92 
         
       Ξύπνησα το πρωί με μία ευχάριστη έκπληξη. Ένας υπέροχος ήλιος τρύπωνε από τις κουρτίνες της τζαμαρίας που είχε αντί για τοίχο το δωμάτιο. Σηκώνομαι και κοιτάζω έξω, απλωνόταν απέραντη η Κασπία θάλασσα. Αμέσως έφτιαξε η διάθεσή μου. Βρεθήκαμε με τον Γ. και αρχίσαμε τις περιηγήσεις στην πόλη. Άκουγα για τους Αζέρους και δεν αισθανόμουν καλά, είναι κάτι αγριόφατσες.  Όμως μετά τις πρώτες μας επαφές, αρχίζω να τους συμπαθώ. Το Μπακού πολύ όμορφο σαν πρώτη εντύπωση.
                           

                                    Μπακού 1992 δεξιά η Κασπία θάλασσα.
        
         Κυριακή σήμερα, όλα κλειστά και έτσι η δουλειά μένει πίσω. Όμως όλα θα τακτοποιηθούν. Περπατώντας φτάσαμε στην παλιά πόλη, ήταν ανοιχτή μία γκαλερί και μπήκαμε μέσα να χαζέψουμε. Καθίσαμε πάνω από δυο ώρες αφού ο ευγενής και φιλόξενος Αζέρος δεν μας άφηνε να φύγουμε με τίποτα και συνέχεια μας κέρναγε, τσάι, βότκα… Όταν τελικά άρχισαν οι αποχαιρετισμοί μας λέει: «Εγώ από το Μπακού εσείς από την Αθήνα, ειδωθήκαμε σήμερα και γνωριστήκαμε δεν πρόκειται να ανταμώσουμε ποτέ ξανά»… Του απάντησα: «Ποτέ μη λες ποτέ, στο χωριό μου μια παροιμία λέει: Mόνο βουνό με βουνό δεν σμίγει. Δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται»… (2)

                    

                                            Μπακού στην παλιά πόλη
             
      Καταφέραμε και πήραμε τηλέφωνο στην Ελλάδα. Μίλησα με την μάνα μου. Ησύχασα που μου είπε ότι όλοι είναι καλά. Σκέφτομαι συνέχεια την Μαρία και τον Λάμπρο.
         Τελικά όπου και να ταξιδέψω παντού υπάρχει κάτι που να με πληγώνει… Η δυστυχία που συναντώ παντού ίσως… Ειδικά σ’ αυτές τις χώρες που βρίσκομαι σήμερα… Όλα μάταια τελικά; Και οι επαναστάσεις και τα οράματα και οι ποταμοί αίματος που χύνεται συνέχεια στην ιστορία της ανθρωπότητας; Για ποια υπόθεση άραγε; Ταλαίπωρε άνθρωπε, πάντα θα είσαι το θύμα, πάντα θα υπάρχει μία εξουσία να σε συνθλίβει… Δεν απογοητεύομαι όμως…

                                 ΔΕΥΤΕΡΑ 17/2/92
          Έχω να γράψω μια δυο – μέρες και έτσι τα γεγονότα ίσως να είναι λίγο μπερδεμένα ή ίσως ακόμη και να ξεχάσω τίποτα, αλλά αυτό δεν θα είναι κάτι το ουσιώδες. Σκέφτομαι συνέχεια την Ελλάδα, αν και είμαι ήσυχος πολύ. Μεταξύ μας έχουν αρχίσει οι γκρίνιες, η δουλειά δεν εξελίσσεται όπως το θέλουμε. Κουράζομαι πάρα πολύ γιατί τα κάνω όλα μόνος μου.
            Σήμερα γνωριστήκαμε και με έναν Έλληνα που έρχεται συχνά εδώ στο Μπακού για δουλειές, τον Κ. Φαίνεται καλό και αξιόλογο άτομο. Βγήκαμε μαζί και φάγαμε. Δουλεύει στον όμιλο Βαρδ. που απλώνει την αυτοκρατορία του παντού. Μας κατατόπισε αρκετά για τη χώρα.
          Εδώ στο Αζερμπαϊτζάν έχουν αρχίσει και μαζεύονται επιχειρματίες από όλον τον κόσμο. Αμερικάνοι, Γιαπωνέζοι,  Κορεάτες και ως επί το  πλείστον Τούρκοι, αφού μιλούν την ίδια γλώσσα, και θέλουν να ‘’το σώσουν’’…! Πετρέλαια γαρ, Κασπία θάλασσα και λοιπά άλλα πολλά… Παρόλα αυτά οι έρημοι οι Αζέροι στη δυστυχία τους. Όπου πολλοί σωτήρες και μεγάλη δυστυχία για το λαό. Έτσι γινόταν παντού και πάντα…
           Η συζήτησή μας σήμερα αν θα πάμε στο Ναγκόρνο  Καραμπάχ. Κατ’ αρχήν συμφώνησα. Όμως το ξανασκέφτηκα και ίσως να μην συμφωνήσω να πάμε. Ένα πράγμα μόνο μου δημιουργεί αναστολή, να πάω για εξήντα δολάρια σε μια εμπόλεμη περιοχή που κάθε μέρα έχει τόσους νεκρούς για τις εθνικιστικές τους διαφορές; Να πάω εκεί τη στιγμή που μου συμπεριφέρθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο  πριν φύγω για το ταξίδι; Γιατί να χαλάω εγώ την πιάτσα;. Τέλος πάντων, θα δούμε.
           Σήμερα είδαμε και μία κηδεία ενός στρατιώτη που σκοτώθηκε εκεί. Νέος άνθρωπος με  ένα μωράκι τεσσάρων – πέντε μηνών… Για ποιο λόγο; Σκέφτομαι καμιά φορά ότι όσο εξελίσσεται ο άνθρωπος, τόσο εξαφανίζεται από μέσα του ο σεβασμός για τον συνάνθρωπό του, για τα δικαιώματά του. Όλοι χωρισμένοι σε φατρίες θρησκευτικές, εθνικές, κοινωνικές, σκοτώνουμε  ο ένας τον άλλον, χωρίς λόγο και αιτία.  Σφαζόμαστε μεταξύ μας για να ανεβοκατεβαίνουν οι κάθε είδους εξουσιαστές στην καρέκλα τους. Όλα σκατά, παντού τα ίδια…
Ψάχνω να βρω κανένα βιβλίο από το Αζερμπαϊτζάν από κανένα μουσείο ή τίποτα τέτοιο σχετικό. Δεν έχω καθόλου χρόνο στη διάθεσή μου για καμιά βόλτα. Η δουλειά έχει αρχίσει να εξελίσσεται διαφορετικά απ’ ότι φανταζόμουν, όχι προς το καλλίτερο, δεν μπορώ να πω όμως και προς το χειρότερο, θα δούμε, έχουμε μέρες ακόμη μπροστά μας[Α1] .


                          
                           
                                   


                                                      
                         Κηδεία στρατιώτη Ναγκόρνο Καραμπάχ 
                                         
                                            ΤΡΊΤΗ  18/2/92
      
            Από το πρωί στη δουλειά. Όλη μέρα στους δρόμους, πάνω -  κάτω, δεξιά – αριστερά. Τις περισσότερες φορές άσκοπα. Δεν μας κάθονται και οι επαφές που ψάχνουμε και αυτό μας γεμίζει εκνευρισμό. Ευτυχώς που ο Κ. μας έχει διαθέσει μικρό βανάκι και έτσι κινούμαστε λίγο πιο άνετα. Έχω εκτός από τη δουλειά και το χαμαλίκι και αυτό με κουράζει πάρα πολύ. Ο Γιάννης 62 χρονών άνθρωπος πώς να τον αφήσω να κουβαλάει πράγματα, τον αφήνω να κάθεται και τα κάνω όλα μόνος μου. Σήμερα δεν έφαγα καν για μεσημέρι, για να προλάβω να τραβήξω μερικά πλάνα από την πόλη, τον κόσμο,  την αγορά…
                     

Αιχμάλωτοι πολέμου













                                                                                                             
     Αγορά στο Μπακού 
                                                                                                                                                       
          Παραλίγο να αρπαζόμασταν πολύ άσχημα με τον Γ. Ζ. Καμιά φορά είναι το στυλ του άλλου που με ενοχλεί και όχι το τι θα μου πει. Δόθηκαν κάποιες εξηγήσεις και τελικά κατά κάποιον τρόπο ηρέμησαν τα πράγματα.
      Το Μπακού είναι η πόλη των αέρηδων. Παρόλο που έχει συνέχεια ήλιο και νομίζεις ότι είναι άνοιξη, φυσάει ένας τρομερός αέρας που σε ξεσηκώνει διαρκώς. Πολύ όμορφη και συμπαθητική πόλη όμως. Σήμερα είναι η τελευταία μας μέρα εδώ. Αύριο βράδυ αναχωρούμε σιδηροδρομικώς για Τιφλίδα. Αρχίζουμε να έχουμε πολύ άσχημες πληροφορίες για τη Γεωργία, μας τα είπε ο Τζουνέυ που ήρθε χθες από κει. Ο Τζουνέυ είναι ένας τούρκος νέος δημοσιογράφος, βοηθός του Γ. Ζ.  στην Άγκυρα, νέο παιδί καλόβουλο και πολύ συμπαθητικό. 
          Σήμερα το βράδυ βγήκαμε όλοι μαζί έξω. Μαζί μας ήταν ο Κ. και ένας Αζέρος.  Ήπιαμε αρκετή βότκα στο φαγητό και υπήρχε πολύ κέφι. Μιλάγαμε σε τρεις διαφορετικές γλώσσες μεταξύ μας, Τουρκικά, Ρωσικά και Ελληνικά. Τότε εγώ τους είπα: «Η δικιά μας παρέα εφαρμόζει τον διεθνισμό στην πράξη». Όλοι συμφώνησαν μαζί μου χαμογελώντας λίγο πικρά. Θυμήθηκα τον Ριχάρδο τον φίλο μου στην Πολωνία από την Κολομβία, που στους ατέλειωτους περιπάτους μας προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας μιλώντας αυτός Ισπανικά και Πολωνικά και εγώ Ελληνικά…. Τι να γίνεται άραγε αυτός ο άνθρωπος…  Γενικά ήταν ένα πολύ όμορφο βράδυ.

                    ΤΕΤΆΡΤΗ 19/2 – ΠΈΜΠΤΗ 20/2/92 
         
    Τι να πρωτογράψω για τη σημερινή ημέρα, μάλλον για το σημερινό τριανταοχτάωρο. Τόσο γεμάτο και τόσο έντονο. Όλη μέρα δουλειά, δρόμοι, συνεντεύξεις. Με έναν θρησκευτικό ηγέτη, με στρατιωτικούς, διπλωμάτες. Κάναμε καλή δουλειά ειδικά στο τζαμί. Όπου θρησκευτικός φανατισμός και υπανάπτυξη. Με μαγεύει ο μουσουλμανικός πολιτισμός, ναι υπάρχει, αλλά δυστυχώς είναι χαμένος μέσα στο σύγχρονο φανατισμό.

                                  Μπακού, συνέντευξη με τον θρησκευτικό ηγέτη

                                    

                                      Στο Τζαμί
                                  
     Ο Γιάννης είναι άρρωστος, με πυρετό, χάλια. Τον άφησα στο ξενοδοχείο να ξεκουραστεί και πήγα από το μεσημέρι και μετά εντελώς μόνος μου να τα κάνω όλα. Πότε έβαζα έναν φαντάρο να κρατάει το φως, πότε τη διερμηνέα μας. Κοντεύω να πέσω κάτω από την κούραση και το στρες… Δεν πειράζει, παρ’ όλα αυτά ίσως αύριο να είμαστε και εμείς πλεονάζον προσωπικό για την ΕΡΤ… Κωμωδία να κλαις και δράμα να γελάς…
        Κατάφερα να ξεκουραστώ για ένα εικοσάλεπτο γύρω στις οχτώ το βράδυ. Εκτός από τη δουλειά είχαμε να μαζέψουμε τα μηχανήματα και τα πράγματα για το ταξίδι και είναι πάρα πολλά.
        Επιβιβαστήκαμε μετά βασάνων και κόπων στο τρένο. Μας βοήθησε πάρα πολύ ο Κ., μας υποχρέωσε φοβερά με τη στάση του και την τόσο έμπρακτη βοήθειά του. Να ‘ναι καλά. Όλο το χαμαλίκι εγώ και ο Τζουνέυ. Παραλίγο να έκοβα και το δάχτυλό μου προσπαθώντας να τοποθετήσουμε ένα πολύ βαρύ κιβώτιο που κουβαλάμε μαζί μας με μηχανήματα, φώτα, κασέτες, τρόφιμα κλπ. 
       Το τρένο άθλιο, μου έρχεται στο μυαλό η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» και μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια της μετανάστευσης μας. Οι άλλοι τρεις κοιμούνται στο κουπέ. Εγώ ξύπνιος κόβω συνέχεια βόλτες στο διάδρομο, δεν μπορώ να τους αφήσω και την πόρτα ανοιχτή γιατί φοβάμαι για τίποτα απρόοπτα γεγονότα. Τελικά τα καταφέρνω και κοιμάμαι μια – δυο ώρες.
           Άρχισε να ξημερώνει, προσπαθώ πίσω από τα βρώμικα τζάμια να δω το Γεωργιανό τοπίο. Μόλις φώτισε αρκετά, πείρα την κάμερα και άρχισα να παίζω κάνοντας φλου – νετ με το βρώμικο και αχνισμένο παράθυρο. Με ξεκούραζε αρκετά ψυχολογικά και μου άρεσε πολύ…   '' Όλα για την τέχνη τελικά'' …
        
       
                                                             
 Γεωργιανό τοπίο

         Η κατάσταση έξω άθλια. Εβδομήντα τέσσερα χρόνια σοσιαλισμός… Τα πάντα ρημαδιό. Όμως ότι και να δω, όπως και να το δω πάντα η αριστερά θα με πληγώνει… Σκέφτομαι συνέχεια. Ένα σωρό ερωτηματικά και γιατί στροβιλίζονται στο μυαλό μου. Η ψυχολογία μου χάλια. Είμαστε και προκατειλημμένοι   με την Γεωργία, γιατί ακούσαμε πολλά και διάφορα. Κλοπές, ληστείες εν ψυχρώ… Η δυστυχία του κόσμου απέραντη. Ίσως ο άνθρωπος το δημιούργημα και η εξελικτική διαδικασία της φύσης να ήταν και το μοιραίο λάθος της… Η ιστορία θα δείξει…   
    

                                                                           

        Το πρωί μέσα στο τρένο γνωρίσαμε άλλες καταστάσεις πρωτόγνωρες για τα δικά μας δεδομένα. Μία ομάδα Γεωργιανών μπήκε μέσα σε ένα βαγόνι με τα Καλάσνικοφ και το άδειασε όλο. Πήρανε μέχρι και τις βέρες από τα χέρια του κόσμου. Πήγα και τα είδα με τα μάτια μου, τα φωτογράφισα κιόλας. Έβλεπες κάτι φατσούλες φοβισμένες να κλαίνε… Η παροιμία λέει: «κόρακας κόρακα μάτι δεν βγάζει», Ο άνθρωπος όμως… Έβλεπες ένα ολόκληρο βαγόνι και να μην υπάρχει μέσα ούτε ίχνος χειραποσκευής, ούτε ένα μικρό τσαντάκι… Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο, χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω τίποτα, το πρόβλημα στη Γεωργία είναι τεράστιο. Για λίγα αντιβιοτικά χάνονται ζωές. Το ενεργειακό και τα οικονομικά προβλήματα θεόρατα. Βασικά σε τέτοιου είδους ενέργειες ψάχνουν ως επί το πλείστον για φάρμακα.
                                                                      
                        
                                                          
        Μετά τη ληστεία στο τρένο...
                                                                           
       Τι έχουν να δουν ακόμη τα μάτια μου… Το ξανά έγραψα: Ίσως από αυτό το ταξίδι να γυρίσω λίγο σοφότερος, ίσως…          
       Τελικά μετά από δυο ώρες καθυστέρηση, φτάσαμε στη μία και μισή το μεσημέρι στην Τιφλίδα. Αρχίζει ο καινούριος Γολγοθάς και το χαμαλίκι. Κάνει και ένα φοβερό κρύο. Σε όλη τη διαδρομή χιόνιζε συνέχεια. Μετά από καμιά ώρα φτάνουμε επιτέλους στο ξενοδοχείο. Με το ζόρι στέκομαι όρθιος.  Θέλω να κάνω ένα μπάνιο και να κοιμηθώ. Είμαι σε τρισάθλια κατάσταση. Βρώμικος, άυπνος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και το κυριότερο σε μια ψυχολογική κατάσταση άθλια. Κάνω προσπάθεια να μην το δείχνω. Ο Γιάννης εξακολουθεί να είναι άρρωστος, το μόνο που τον βάζουμε να κάνει είναι να φυλάει τα πράγματα. Ανεβαίνουμε στα δωμάτια, παρατάω τα πράγματα όπως είναι γδύνομαι και τρέχω στο μπάνιο και τότε… Ψυχρολουσία στην κυριολεξία. Το νερό παγωμένο, το ξενοδοχείο χωρίς θέρμανση, βρώμικο και τρισάθλιο… Πάω βρίσκω τους άλλους και φεύγουμε για φαγητό.
     Αποφασίζουμε να αλλάξουμε ξενοδοχείο. Ξεκινάει καινούριος Γολγοθάς. Τα πράγματα είναι πολλά και πολύ βαριά. Ευτυχώς υπάρχει ο Τζουνέυ. Μαζί σταυρωνόμαστε. Γύρω στις έξη το απόγευμα ταχτοποιούμαστε σε ένα ξενοδοχείο υπερπολυτελείας, Το «Metehi Pallas», γερμανικών συμφερόντων, πότε πρόλαβαν και το έστησαν;  Μπαίνω στο μπάνιο να ξεβρωμίσω, ο Γιάννης δεν αντέχει και πέφτει για ύπνο. Πέφτω και εγώ να κοιμηθώ αλλά που, μάταια. Το μυαλό μου στην Ελλάδα. Πόσο την έχω νοσταλγήσει και έχουμε ακόμη πολλές μέρες μπροστά μας. Τελικά τα καταφέρνω να κλείσω τα μάτια μου για μισή ώρα. Τρομερή υπερένταση. Με ξύπνησαν οι άλλοι να κατεβούμε για καφέ και να συζητήσουμε. Το είχαμε μεγάλη ανάγκη αυτό το περιβάλλον του ξενοδοχείου μέσα στην τόση κούραση και ταλαιπωρία που περνάμε. Και το κυριότερο: το βράδυ κατάφερα να τηλεφωνήσω στην Ελλάδα. Είμαι χαρούμενος, είμαι καλά.  Ένα χαμόγελο στην άλλη άκρη του σύρματος, στην άλλη άκρη του κόσμου είναι αρκετό να σε κάνει να πετάξεις στα ουράνια

    
                                   ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21/2/92
      
      Η Γεωργία αρχίζει να μετουσιώνεται μέσα μου. Με τις πρώτες εντυπώσεις που είχα αποκομίσει, η γνώμη μου ήταν πολύ άσχημη. Σιγά – σιγά όμως αρχίζουν τα πράγματα και οι εικόνες να αλλάζουν.   πουθενά οι άνθρωποι δεν είναι κακοί,  κακούς τους κάνουν οι καταστάσεις.
                                                                            ι
          Το κρύο είναι ανυπόφορο. Εχτές όλη μέρα χιόνιζε και σήμερα έχουν παγώσει τα πάντα. Δεν είμαι ικανοποιημένος από τη δουλειά που έχουμε κάνει και γκρινιάζω συνέχεια. Δεν ενδιαφέρει κανέναν όμως.
          Η Τιφλίδα πολύ καλή. Ένας τόπος με τεράστια ιστορία και πολιτισμό, ένας λαός χιλιοπροδομένος. Η κάθε εξουσία να παίζει τα δικά της παιχνίδια. Όλο το κέντρο της Τιφλίδας καμένο από τις μάχες που έγινα πρόσφατα. Ο κόσμος φοβισμένος, μόλις νυχτώνει ερημώνουν τα πάντα. Τεράστιο ενεργειακό πρόβλημα… Γκαμζαχούρδια και οι άλλοι, όλο το σκυλολόι… (3)
          Σήμερα άλλη μια μεγάλη εμπειρία μας σημάδεψε. Προς το μεσημέρι  τραβάγαμε κάτι πλάνα στο καμένο ιστορικό κέντρο της Τιφλίδας. Πήγαμε να μπούμε μέσα σε μια αυλή ενός τέτοιου κτηρίου και εμφανίζονται μπροστά μας κάποιοι εθνοφρουροί με τα καλάσνικοφ. «Γκρέτσια τελεβισιόνε», τους είπαμε και ήταν σαν να τους λέγαμε κάποιες λέξεις μαγικές. Στο άκουσμα της λέξης «Γκρέτσια» Οι Γεωργιανοί εθνοφύλακες μας αγκάλιασαν και μας είπαν: « Ότι θέλουν οι φίλοι μας οι Έλληνες». Τα χάσαμε. Φέραν και ένα μπουκάλι βότκα και μας προσκάλεσαν κοντά σε ένα βαρέλι – ξυλόσομπα να ζεσταθούμε. Ήταν τρομερό αυτό που έγινε, μας έδειξαν τόση αγάπη, μιλώντας μας για την κοινή μας ιστορία και μυθολογία, Μήδεια, Ιάσονας, χρυσόμαλλο δέρας, αφού η σημερινή Γεωργία είναι η Αρχαία Κολχίδα. Εννοείται, τραβήξαμε ότι πλάνα θέλαμε και όπου θέλαμε. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός αυτό.
   
          
                   
                                                                             
                                                         

                                                                              Εθνοφρουροί στο καμένο  κτίριο.

                                                                                  
                                                                      

      
     

                          
                                               
                                 
                Τιφλίδα το καμένο ιστορικό κέντρο.                          
                                                

        Αισθάνομαι φοβερά κουρασμένος κυρίως ψυχολογικά. Ξεκίνησα να κάνω αυτό το ταξίδι για το κέφι μου και μόνο και τελικά κάνουμε τα ίδια και τα ίδια γνωστά και τετριμμένα, μαζεύω όμως εικόνες και εμπειρίες. Σκέψεις πολλές στριφογυρίζουν στο μυαλό…

                                        
                                                  ΣΑΒΒΑΤΟ22/2/92
          
                ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΠΌ ΤΙΣ ΧΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ.
  
        Τι να πρωτογράψω για τη σημερινή μέρα… Έχασα τη φωτογραφική μου μηχανή… Δεν ξέρω αν την έχασα ακριβώς ή αν την ξέχασα σε κάποιο σπίτι. Είμαι σε άθλια κατάσταση…  Το μεσημέρι πήγαμε και δουλέψαμε στο σπίτι ενός Γεωργιανού γλύπτη, Γκεόργκι  Σφχασεμπάγια το όνομα του, από τα μεγαλύτερα ονόματα της Γεωργίας. Καταπληκτικός άνθρωπος και άνθρωπος που αγαπούσε πολύ την Ελλάδα. Είχε φιλοτεχνήσει ένα έργο που το ονόμασε ‘’Ολυμπία’’ και το καλοκαίρι θα ερχόταν στην Ελλάδα να το δωρίσει.
                
                         Με τον γλύπτη Γκεόργκι Σχφασεμπάγια και το γλυπτό του "Ολυμπία".
     
        Όταν ξεκινήσαμε να φύγουμε του ζήτησα μια λιθογραφία από ένα άλλο έργο του, που παρίστανε ένα ακάνθινο στεφάνι από ανθρώπους και μέσα έγραφε: «Περιμένοντάς τους από τις χαμένες πατρίδες». Συγκλονιστικό για μένα… Όλη η ανθρωποκεντρική σκέψη ενός καλλιτέχνη, γύρω από τα εθνικιστικά προβλήματα, τους πολέμους, τις μεταναστεύσεις, την προσφυγιά και μέσα στην ίδια σου την πατρίδα…  «ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΠΌ ΤΙΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ»  ή «ΟΠΟΎ ΓΗΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΣ»… Τι είναι η πατρίδα μας; Πόσα σύνορα ακόμη πρέπει να περάσουμε ή να «ξεπεράσουμε» για να αισθανόμαστε άνθρωποι…  
         Φύγαμε από το σπίτι του γλύπτη και συνεχίσαμε τη δουλειά αλλού. Μετά από πολύ δουλειά  και μεγάλη αγωνία δικιά μου, μόλις τελειώσαμε τους είπα να πηγαίναμε στο σπίτι του Γκεόργκι να παίρναμε την φωτογραφική μηχανή που πιθανόν να την είχα αφήσει εκεί. Με γράψανε όλοι κανονικά. Χιόνιζε πάρα πολύ. Δεν ήμουν και σίγουρος αν την είχα αφήσει στο σπίτι του γλύπτη, ή αν την είχα χάσει κάπου στο δρόμο. Τελικά πήγαμε στο ξενοδοχείο. Ήρθε ο Τζουνέυ και με βρήκε και ξεκινήσαμε να πάμε για το σπίτι του Γκεόργκι. Τα ταξί δεν μας πήγαιναν γιατί είχε πολλά χιόνια. Πήραμε το μετρό και ρωτώντας διάφορούς βρεθήκαμε σε κάποια συνοικία της Τιφλίδας. Δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε άλλο. Σχεδόν είχαμε χαθεί. Τελικά βρήκαμε ένα τηλέφωνο που λειτουργούσε και τηλεφωνήσαμε στον Γκεόργκι τον γλύπτη και μας είπε ότι η μηχανή ήταν εκεί και ότι αύριο θα βρισκόμασταν για να μου τη δώσει. Ηρέμησα κάπως… Όλη την ημέρα αισθανόμουν ότι είχα χάσει το δεξί μου χέρι ή μάλλον το δεξί μου μάτι.  Ήμουν αναγκασμένος να κάτσω να συν φάγω το βράδυ με κάποιους Έλληνες που μιλούσαν μόνο τουρκικά.
          Αργά το βράδυ τσακώθηκα και με έναν μπάτσο της seqiuriti του ξενοδοχείου. Του είπα ότι στην Ελλάδα δεν τολμούν οι seqiuriti να μας ρωτήσουν που πάμε, γιατί έχουμε 2500 χρόνια δημοκρατία. Μόλις άκουσε και αυτός ότι είμαι Έλληνας, με αγκάλιασε και μου λέει: «Ο Έλληνας είναι φίλος μου και μπορεί να κάνει ότι θέλει». Αρχίσαμε τις αγκαλιές και τα φιλιά κατά τα Γεωργιανά έθιμα και γίναμε φίλοι. Μετά από λίγη ώρα τελείωσε η βάρδια του και με προσκάλεσε στο μπαρ για ένα ποτό, τι ‘’ένα΄΄ δηλαδή, τέλος πάντων…
                                        
                                        ΚΥΡΙΑΚΗ 23/2/92
       
       Ξύπνησα το πρωί με μια διάθεση απαίσια. Το χτεσινό γεγονός με τη φωτογραφική μηχανή με έκανε να μην μπορώ να κλείσω μάτι όλη τη νύχτα. Έξω εξακολουθούσε να χιονίζει. Όλο το τοπίο μια καταπληκτική ομορφιά.
         Ξεκινήσαμε για δουλειά. Πήγαμε στον καθεδρικό ναό της «Παναγίας της Συών», όπου είναι και η έδρα του Πατριαρχείου της Γεωργίας. Ένα καταπληκτικό μνημείο Αρμένικης αρχιτεκτονικής. Νομίζω είναι βασιλική με γοτθικά στοιχεία, ειδικά ο τρούλος. Μέσα είχε καταπληκτικές τοιχογραφίες αγιογραφίες. Δυστυχώς δεν ευχαριστήθηκα αυτό το θέμα γιατί το μυαλό μου ήταν συνέχεια στη φωτογραφική μηχανή. Προσπαθούσαμε από το πρωί να τηλεφωνήσουμε στον Σχφασεμπάγια, αλλά το τηλέφωνο ήταν κομμένο. Η αγωνία μου είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Τελικά μετά από πολύ μεγάλη επιμονή δική μου ξεκινήσαμε για το σπίτι του Γκεόργκι. Βρήκαμε τυχαία το σπίτι του γιατί η διεύθυνση που μας είχε δώσει την προηγούμενη ήταν σε άλλο σπίτι.
        Μας υποδέχτηκε ο Γκεόργκι με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Μπαίνουμε μέσα στο σπίτι και εγώ κοίταζα σαστισμένος γύρω – γύρω. “O! Antonio hearer is your camera”, μου λέει ο Γκεόργκι που είχε καταλάβει την αγωνία μου. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Καθίσαμε λίγο στο σπίτι του Γκεόργκι και της Ναταλίας  και κατόπιν μας οδήγησαν στο σπίτι κάποιας ζωγράφου να δούμε τα έργα της και να αγοράσουμε αν θέλαμε κάτι. Αγόρασα κάποια κομμάτια που μου άρεσαν.  Η Ζωγράφος λέγεται Μαρίκα Ντανιέλα. Η Μαρίκα και ο άντρας της μας πρόσφεραν μια καταπληκτική φιλοξενία. Κατόπιν μας πήγαν στο σπίτι κάποιων φίλων τους για να φάμε. Εκεί έγινε ένα γλέντι τρικούβερτο. Οι άνθρωποι γίνανε θυσία για μας
                

              Στο σπίτι της Μαρίκας Ντανιέλα με τον άνδρα της τον Γκεόργκι και τη Ναταλία.

        Το βράδυ σε μια κατά κάποιο τρόπο «κοσμοπολίτικη» φιλανθρωπική βραδιά, χτύπησα σε μια δημοπρασία δύο ακόμη μικρά ταμπλό. Γνωριστήκαμε με πολλούς Γεωργιανούς. Δεν μπορώ να βρω λόγια να περιγράψω  αυτόν τον λαό, καταπληκτικός, πολιτισμένος και όμως να υποφέρει σήμερα τα πάνδεινα λόγω των παιχνιδιών της εκάστοτε εξουσίας.

                                                   Πανέμορφη η Τιφλίδα χιονισμένη

          Μας θεωρούν αδελφό λαό, πιστεύουν ότι και αυτοί είναι έθνος ανάδελφο κατά κάποιον τρόπο και ότι  μόνο με εμάς έχουν κοινά στοιχεία ιστορικά, πολιτιστικά. Μας μίλαγαν για τον Προμηθέα που σταυρώθηκε στον Καύκασο, για την αρχαία Κολχίδα, την σημερινή Γεωργία, για την Μήδεια και τον Ιάσονα. Είμαι ενθουσιασμένος από το Tbilisi, όπως λέγεται η Τιφλίδα. Είναι υπερήφανοι που έχουν και αυτοί τώρα ‘’Demokratcia’’… «Θα είναι έτσι και μετά από δέκα χρόνια άραγε;» σκέφτομαι… Ήταν μία θαυμάσια μέρα. Αισθάνομαι ότι έχω κάτσει πολύ λίγο στη Γεωργία για να την γνωρίσω καλά. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα ξανά έρθω. Αύριο φεύγουμε για Ερεβάν. Μας περιμένει ξανά ο Γολγοθάς του ταξιδιού.
                                        
                                           ΔΕΥΤΕΡΑ 24/2/92
               
                   «… και αποχαιρέτα την ‘’Τιφλίδα’’ που χάνεται…»
    
       Από το πρωί είμαι λίγο συγκινημένος. Μου άρεσε πάρα πολύ η Τιφλίδα. Είμαι γοητευμένος. Ένας λαός υπέροχος. Δουλειά, όλη μέρα μέσα στα χιόνια. Συνεντεύξεις διάφορες, πλάνα της πόλης, τρέξιμο για πεντάλεπτα όπου συναντούσα βιβλιοπωλείο. Τα πόδια μου έχουν μουλιάσει μέσα στα χιόνια. Το απόγευμα στο Πατριαρχείο. Μαγεία ο χώρος μέσα, ο Πατριάρχης ευγενέστατος, μας έκανε και διάφορα δώρα.
         Το βράδυ ετοιμαζόμαστε  για το ταξίδι. Μαζεύουμε, δηλαδή εγώ μαζεύω, τα τελευταία πράγματα και λέω εγώ, γιατί όπως έγραψα πάρα πάνω, τα κάνω όλα μόνος μου. Από το πρωί νηστικός, τα πόδια μου να κολυμπάνε στο νερό Αισθάνομαι πάρα πολύ κουρασμένος και όσο σκέφτομαι το ταξίδι, Από Τιφλίδα Ερεβάν, μου έρχεται τρέλα.
        Το βράδυ βρήκα, επιτέλους,  ένα μισάωρο ευκαιρία να φάω. Ήρθε και ο Γκεόργκι με την γυναίκα του να μας αποχαιρετήσουν και καθίσαν λίγο μαζί μας. Ξεκινάμε για το σταθμό. Εκεί μας περίμεναν κάποιοι Έλληνες που είχαμε γνωρίσει προηγούμενα. Ήρθαν να μας αποχαιρετήσουν και μας έφεραν μια νταμιτζάνα δέκα κιλών κρασί «για να έχουμε να πίνουμε»…
        
                                           Με τους Έλληνες από το Σουχούμι.

       Πάλι το τρένο δύο ώρες καθυστέρηση. Πάλι αναμονή σε έναν σταθμό μαυρίλα… Φεύγουμε και από την Τιφλίδα που τόσο συμπάθησα… Εκεί στο σταθμό έπρεπε να ήταν κάποιος να μας έβλεπε από μακριά, γιατί ότι και να πούμε όταν γυρίσουμε στην Ελλάδα, δεν θα μας πιστεύει κανείς. Σπρώχναμε τα καρότσια με τα πράγματα για μια απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου, μέσα στα χιόνια, ανάμεσα από τα τρένα. Βοηθούσαμε τους δύο αχθοφόρους, γιατί τα καρότσια φορτωμένα σε είκοσι πόντους χιόνι ήταν αδύνατον να τσουλήσουν. Σκηνές  από ταινία εποχής του Τσάρου…
                                         
      
                                           
                                          

                                                                         
                                                                                             
                                                                                   
                                    

  
         Φτάσαμε τελικά στο τρένο. Όλη μέρα στη δουλειά μέσα στο κρύο και το βράδυ αυτό το χαμαλίκι. Είμαι έτοιμος να καταρρεύσω.  Οι σχέσεις μας μεταξύ μας έτοιμες να πάρουν φωτιά. Τακτοποιούμαστε στο κουπέ. Κόβω μερικές βόλτες στο τρένο. Το τρένο σε άθλια κατάσταση. Είχε κάτι στρώματα, που υποτίθεται ότι κοιμούνταν άνθρωποι, μέσα στο χώμα και στη βρώμα. Τα παίρνω και τα πετάω έξω. Θέλω να ξαπλώσω να κοιμηθώ όμως που. Με το κασκόλ τα γάντια και ένα σκούφο, φτιάχνω ένα πρόχειρο μαξιλαράκι, σκεπάζομαι με το μπουφάν και κοιμάμαι δυο – τρεις ώρες. Ξυπνάω κόβω μερικές βόλτες και ξανά πέφτω να κοιμηθώ. Όταν ξύπνησα πάλι, είχε αρχίσει να χαράζει. Ένας πρόχειρος καφές και ένα - δυο κράκερ για πρωινό. Η ψυχολογία χάλια…
         Η πρώτη εντύπωση από την Αρμενία, οι καταστροφές από τον σεισμό. Τα χωριά ερειπωμένα κατεστραμμένα. Το τρένο έχει πάλι καθυστέρηση, από τις έντεκα φτάνουμε Ερεβάν στις δυόμιση. Ήμασταν τυχεροί βρήκαμε αμέσως  ένα μικρό πούλμαν και ξεκινήσαμε για το ξενοδοχείο. Φτάνουμε εκεί και βρίσκουμε μία κατάσταση άγρια, το ξενοδοχείο παγωμένο και χωρίς ζεστό νερό. Ξεκινάμε να βρούμε άλλο, αλλά δεν βρίσκουμε τίποτα. Όλα τα ξενοδοχεία έχουν πρόβλημα θέρμανσης και ζεστού νερού. Τεράστιο πρόβλημα το ενεργειακό στην Αρμενία. Τελικά γύρω στις εφτά το απόγευμα βρίσκουμε ένα τρισάθλιο ξενοδοχείο, που έχει υποτίθεται μία στοιχειώδη θέρμανση και ζεστό νερό. Η κατάστασή μας στα όρια του τελειώματος.
       
              

                                                                       Ερεβάν 1992
                                                                          
         

                                                                                                                                                                             Στο ξενοδοχείο με πιάνει μία φοβερή ζάλη. Ένοιωθα ότι τα πάντα κουνιόντουσαν γύρω μου σαν να γινόταν σεισμός, σαν να ήμουν μέσα σε καράβι. Αισθανόμουν να φεύγει το επίπεδο κάτω από τα πόδια μου. Όλοι ανησύχησαν για μένα πολύ. Και εγώ ο ίδιος φοβόμουν πάρα πολύ… Η κατάσταση εδώ είναι πολύ άγρια, ποια ιατρική και ποια φάρμακα τώρα…
         Ανεβαίνουμε με το Γιάννη στο δωμάτιο πλένουμε λίγο τα χέρια μας και ανοίγουμε δύο κονσέρβες και τρώμε…  Ούτε διάθεση για μπάνιο ούτε τίποτα. Κάνει τρομερό κρύο. Δεν μπορούμε να ζεσταθούμε καθόλου. Ίσως να φταίει το ξενύχτι και η κούραση. Πέφτω ξερός στο κρεβάτι, αλλά που ύπνος, τέτοια υπερένταση… Τελικά τα καταφέρνω να κοιμηθώ δυο – τρεις ώρες. Είδα τη μάνα μου στον ύπνο μου καθώς και τα παιδιά μου τη Μαρία και τον Λάμπρο.  Έχω νοσταλγήσει την Ελλάδα, αυτή την υπέροχη Ελλάδα. Μου λείπουν πάρα πολύ όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα, οι φίλοι μου, η επικοινωνία μου, όμως σκέφτομαι τους γονείς μου τον καιρό της μεγάλης μετανάστευσης και αυτό μου δίνει θάρρος. Για μένα έμεινα μόνο τέσσερις μέρες, γι’ αυτούς δεν υπήρχε κανένα σημείο ορατό, της επιστροφής τους, στον ορίζοντα του χρόνου. Έφευγαν με μια βαλιτσούλα στο χέρι για το άγνωστο και δεν ήξεραν αν θα ξανά βλέπανε ποτέ τους δικούς τους… Μνήμες κι αυτές…
           Πόσο πληγωμένος μπορεί να αισθάνεται ένας άνθρωπος κάποιες στιγμές της ζωής του… Πόση μοναξιά, πόση θλίψη, πόσο φόβο, πόσο πόνο…
         Τώρα που γράφω είναι κοντά 2 τα χαράματα ξημερώνοντας Τετάρτη. Δεν με πιάνει ύπνος. Ο Γιάννης δίπλα μου κοιμάται από τις 7 το απόγευμα. Θα χαζέψω κανέναν βιβλίο να μου περάσει λίγο η ώρα. Ας είναι, αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα καλλίτερη… Καληνύχτα…
                                           
                                              ΤΕΤΑΡΤΗ 26/2/92
      
      Σηκωθήκαμε το πρωί και ψάχνουμε να βρούμε κάτι να φάμε. Ευτυχώς υπάρχουν οι κονσέρβες από την Αθήνα. Αρχίσαμε τις περιηγήσεις μας στην πόλη. Το Ερεβάν τίποτα το ιδιαίτερο, εκτός από κάποια κτίρια στο κέντρο και το κενό βάθρο που πριν λίγο καιρό βρισκόταν επάνω το άγαλμα του Λένιν… Καημένε Λένιν, πας κι εσύ. Μέχρι πριν λίγο χρόνο ήσουν η προσωποποίηση της επανάστασης, τώρα γκρεμίζουν και τα αγάλματά σου από τις πλατείες. Πως αλλάζουν οι καιροί… Πάνε τα  οράματα οι σκέψεις, τα λόγια, έστω και τα ψεύτικα. Τώρα πια ούτε στο μουσείο της ιστορίας δεν θα μπαίνουν…
      
         
          Πρωινό στο Ερεβάν...
                                          
                                         

                                                      Η κεντρική πλατεία στο Ερεβάν.
                                      
        Οι Αρμένιοι άνθρωποι ήσυχοι αλλά αρκετά ανατολίτες. Κάποια στιγμή πήγαμε σε μια γκαλερί. Αγοράσαμε κάποιους πίνακες. Αυτές οι περιηγήσεις μας στις γκαλερί, έστω και στα πεταχτά και όταν ξεκλέβουμε κανένα μισάωρο, είναι στιγμές όασης, για μένα τουλάχιστον που υπάρχει μια μεγάλη σχέση με τη ζωγραφική. Βλέπεις κάτι διαφορετικό, κάτι που σου αρέσει, ξεχνιέσαι από το άγχος της δουλειάς.  Σήμερα για πρώτη φορά από τότε που άρχισε το ταξίδι μας καταφέραμε και πήγαμε σε δύο μουσεία. Το  ένα, το αρχαιολογικό δυστυχώς ήταν κλειστό. Το μόνο που είδαμε ήταν κάτι αγάλματα τοποθετημένα στον προθάλαμο. Το άλλο ήταν ένα μουσείο παλαιών χειρογράφων και εκκλησιαστικών βιβλίων. Αριστουργηματικές μικρογραφίες. Ήταν καταπληκτικά, άξιζε τον κόπο να τα έβλεπε κανένας.
         Αργότερα ξεκινήσαμε να πάμε στο σημείο όπου είχε στηθεί το μνημείο μνήμης της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους. Το χιόνι μισό μέτρο, περπατούσαμε μισή ώρα φορτωμένοι με τα μηχανήματα για να φτάσουμε. Το μνημείο στημένο στη μέση του πουθενά. Ένα πολύ επιβλητικό όμως μνημείο κρατούσε ζωντανή τη μνήμη Για το 1.500.000 εκατομμύριο σφραγισθέντων Αρμενίων  στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο.








                                             

Μνημείο μνήμης γενοκτονίας Αρμενίων 


      Το απόγευμα  ξαναπήγαμε σε μία γκαλερί μαζί με κάποιους ζωγράφους που είχαμε γνωρίσει το πρωί. Μας παρακάλαγαν να αγοράσουμε έργα τους. Το βράδυ βγήκαμε έξω για φαγητό. Ήπια πολύ και ανακάτεψα τη βότκα με το κρασί. Όταν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο ήμουν σε κατάσταση τρελή, αφού «βαδίζω και παραπατώ»… Κατάφερα και κοιμήθηκα.
                                          

                                           ΠΈΜΠΤΗ   27/2/92
      
          Ξύπνησα πολύ πρωί γύρω στις 4.30  με 5 αν και κοιμήθηκα πολύ αργά και ήμουν χάλια, αϋπνίες παντού. Είχα ένα παράξενο κέφι, τα απόνερα της χτεσινής νύχτας. Ουσιαστικά ήταν η τελευταία μέρα για δουλειά. Από αύριο αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής. Κουράστηκα πάρα πολύ όλες αυτές τις μέρες, τώρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση κι ας έχουμε μπροστά μας το μαρτύριο του ταξιδιού της επιστροφής.
         Πρωί – πρωί στο ξενοδοχείο μας περίμεναν οι φίλοι μας οι ζωγράφοι. Πήγαμε στο ατελιέ του ενός αγοράσαμε κάποια έργα. Να δούμε πως θα τα καταφέρουμε να τους κουβαλήσουμε και να τους περάσουμε γιατί εκτός των άλλων στη Ρωσία υπάρχει ένας νόμος που απαγορεύει να εξάγονται έργα τέχνης, παλιά «κατάλοιπα» του συστήματος, και ας  ξεπουλιόνται όσο – όσο η τέχνη και τα έργα σήμερα… Κατόπιν μας πήγαν σε μια γκαλερί με αγιογραφίες, καταπληκτικά έργα, αλλά δεν είχα χρήματα να αγοράσω.
          Συνεχίσαμε τη δουλειά, συνεντεύξεις, πλάνα αγορά, κόσμος, ανέβα - κατέβα από το αυτοκίνητο. Αισθάνομαι φοβερή κούραση, πονάει ολόκληρο το κορμί μου. Καλά – καλά δεν μπορώ να σηκώσω την κάμερα. Κάνω υπομονή, «τελευταία μέρα σήμερα» σκέφτομαι και παρηγοριέμαι, Το απόγευμα έφυγε ο Τζουνέυ με τη Σύλβια για Τιφλίδα… Αποχαιρετισμός, εξαιρετική η παρέα και η συντροφικότητα όλες αυτές τις μέρες…
         Όπου και να κοιτάξεις, η Αρμενία σε πληγώνει, σε μαύρο χάλι, οι ουρές στους φούρνους και κάποια σφάγια να πουλιόνται στους δρόμους μαζί με λάστιχα αυτοκινήτων και κάποια μπιτόνια βενζίνη στη μαύρη αγορά… 
       Ήρθε και μας βρήκε ένας Γάλλος που του είχαμε κάνει συνέντευξη την προηγούμενη μέρα και μας έφερε την κασέτα που μας είχε ζητήσει για να την αντιγράψει. Τον ρώτησα πως ήταν η δουλειά και μου απάντησε «καταπληκτική». Μετά από δεκαπέντε μέρες μαθαίνω κάτι για τη δουλειά μου. Αχ! αυτή η δουλειά του φωτογράφου, πάντα στα σκοτάδια, τι οξύμωρο σχήμα… Μαθαίνω κάτι για τη δουλειά μου και αυτό μέσω τρίτου. Βέβαια δεν έχω ησυχάσει, αφενός μεν γιατί, άλλα τα μάτια του λαγού και άλλα της κουκουβάγιας, αφετέρου και να μην του άρεσε τι θα μου έλεγε; Έπειτα από όλον αυτό τον όγκο δουλειάς που έχουμε τραβήξει όλες αυτές τις μέρες μία μόνο μικρή συνέντευξη είδε ο φίλος μας ο Γάλλος.
  
    Αγορά στο Ερεβάν.
                                                                 

   Το νεοσυσταθέν κοινοβούλιο της Αρμενίας

         Οι ζωγράφοι αφού κάθισαν στο ξενοδοχείο και μας περίμεναν να  τελειώσουμε μας πήραν για να μας πάνε κάπου. Αφού μας τριγύρισαν με το αυτοκίνητο αρκετή ώρα σε κάτι περίεργα στενά, φτάνουμε σε μια πολυκατοικία πολύ περίεργη. Μπήκαμε σε ένα διαμέρισμα στο ισόγειο. Εκεί βρίσκονταν ένα ζευγάρι ανθρώπων. Οι ζωγράφοι τους μίλησαν και τότε αυτοί ανοίγουν μία καταπακτή στο πάτωμα και μας κατεβάζουν στο υπόγειο. Εκεί τι να δουν τα μάτια μας, γεμάτο το υπόγειο με παλιές εικόνες, 16ος , 17ος, 18ος αιώνας. Καταπληκτικά κομμάτια… Εδώ ο κόσμος τα έβγαλε όλα στο σφυρί. Η τέχνη, η ιστορία, ο πολιτισμός, τα πάντα, όλα στο ξεπούλημα όσο – όσο… Να μαθαίνουμε αμέσως τα κόλπα του καπιταλισμού… Δεν αγόρασα τίποτα γιατί δεν είχα λεφτά. Πάντως με δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές, έπαιρνες καταπληκτικό κομμάτι. Μου έχουν μείνει όλα κι όλα γύρω στα διακόσια δολάρια. Ο Γ. Ζ. αγόρασε πάλι δύο εικόνες, να δούμε τι θα κάνουμε με το τελωνείο στη Μόσχα.     
        Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο φάγαμε μια – δυο κονσέρβες και αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πράγματα.  Αισθάνομαι έτοιμος να καταρρεύσω από την κούραση, αλλά είμαι χαρούμενος… Αύριο είναι Παρασκευή. Αρχίζει το ταξίδι του γυρισμού…
                                      
                                              ΠΑΡΑΚΕΥΗ 28/2/92
      
    Προτελευταία μέρα σήμερα που πατάμε το πόδι μας στην πρώην Σοβιετική ένωση… Πόσα είδαν τα μάτια μας… Θα συνέλθουν ποτέ αυτοί οι λαοί; Η ιστορία θα βγάλει τα συμπεράσματά της; τα λάθη που έγιναν η μοιραία κατάληξη της επανάστασης…
           Δεν αντέχω άλλο εδώ, Θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα το συντομότερο δυνατόν. Μετράω ακόμη και τα λεφτά της ώρας. Πρωί – πρωί αρχίζει μια φοβερή ψυχρολουσία. Πήγαμε στο αεροδρόμιο στο Ερεβάν και παρότι είχαμε τα εισιτήρια στο χέρι, κλεισμένα πριν από είκοσι  μέρες, μας λένε ότι δεν μπορούμε να πετάξουμε γιατί δεν κάναμε τσεκ στα εισιτήρια. Τρελάθηκα, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και μου ήρθε να αρχίσω να τα σπάσω όλα εκεί μέσα.  Μάλλον το πρόβλημα ήταν θέμα μίζας, γιατί εδώ για τα πάντα κινητήριος δύναμις είναι το λάδωμα και η μίζα, το «Dolars»…
            Τελικά καταφέραμε και πετάξαμε για Μόσχα. Η πτήση πολύ καλή. Ακούγονται πάρα πολλά για τις εσωτερικές πτήσεις της ΑΕΡΟΦΛΟΤ σήμερα. Πετάμε πάνω από τον Καύκασο. Το ολόλευκο τοπίο φοβερό. Ο Καύκασος ντυμένος στ’ άσπρα του.  Έβγαλα μερικές φωτογραφίες. Φτάνουμε Μόσχα, σε άλλο αεροδρόμιο πάλι. Εκεί έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Τα πράγματα σε άλλο χώρο, κάνουν πάνω από μία ώρα να έρθουν.  Με τα πολλά φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Πλύθηκα επιτέλους. Κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και δεν τον αναγνώριζα. Ειδικά στο Ερεβάν οι συνθήκες διαβίωσης μας ήταν άθλιες. Χωρίς νερό, χωρίς τη στοιχειώδη ζέστη σε τρισάθλια δωμάτια. Κοιμόμουν με τις πιτζάμες και μία φόρμα από πάνω… Ευτυχώς που είχαμε προνοήσει και είχαμε πάρει κονσέρβες μαζί μας και κράκερ. Κρίμα! Τέτοιοι λαοί με τέτοια ιστορία και πολιτισμό να έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο σήμερα.              

                                           Καύκασος 

       Στη Μόσχα η ίδια κατάσταση και η ίδια εντύπωση που είχα και την πρώτη μέρα του ταξιδιού μας.  Η χώρα εκπορνεύεται για μερικά δολάρια και κάτι το δυτικό. Τελειωμένη υπόθεση πια. Θα περάσουν πολλά χρόνια για να συνέλθουν οι χώρες αυτές και να επανέλθει, αν επανέλθει, η ισορροπία παγκοσμίως… Κρίμα και πάλι… Άλλα φανταζόμασταν πως θα συνέβαιναν όταν βλέπαμε τις εξεγέρσεις πριν λίγο καιρό σε αυτές τις χώρες. Από αριστερά περιμέναμε να γίνει η ρήξη και όχι αυτή η ανατροπή και η επιστροφή στον καπιταλισμό, αυτές τις εποχές κιόλας που ο καπιταλισμός αρχίζει να μπαίνει σε μια πολύ μεγάλη κρίση.  
         Για τη δουλειά τι να πω; κάναμε το καλλίτερο δυνατόν. Από μεριάς μου τουλάχιστον έκανα, όχι μόνο αυτό που πέρναγε από το χέρι μου, αλλά τις περισσότερες φορές ξεπέρναγα και τον ίδιο μου τον εαυτό, ξεπέρναγα τις δυνάμεις μου, αν και οι δυνάμεις μέσα στον άνθρωπο, νομίζεις μερικές φορές πως είναι ανεξάντλητες… Πολλές φορές έδινα και την ψυχή μου, παρόλη την ασυνεννοησία που υπήρχε μεταξύ μας. Στην ουσία τα έκανα όλα μόνος μου και ώρες – ώρες ήμουν ο  χαμάλης της ιστορίας. Πάντως ήταν ένα ταξίδι τεράστιας εμπειρίας, από όλες τις απόψεις και όταν θα καταλαγιάσουν οι εντυπώσεις μέσα μου και αρχίσει  να λειτουργεί η σκέψη και η κρίση θα μπορέσω να βγάλω τα συμπεράσματά μου.  Αν και αισθάνομαι λιώμα από την κούραση, άξιζε και με το πάρα πάνω ο κόπος. Έχω να εξιστορώ πολλά και να θυμάμαι ακόμη περισσότερα. Βιάζομαι να γυρίσω στην Ελλάδα…
         Νομίζω ότι θα βγει κάτι καλό σαν δουλειά.  Αύριο καινούριος Γολγοθάς, το ταξίδι. Ελπίζω να πάνε όλα καλά και το Σάββατο το  βράδυ να είμαστε στην Αθήνα…
                                               
                                               ΣΑΒΒΑΤΟ 29/2/92

      Σήμερα τελειώνουν όλα. Τελευταία μέρα του ταξιδιού, ενός ταξιδιού που θα μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου. Ένα ταξίδι τέτοιας εμπειρίας. Χτες το βράδυ στο ξενοδοχείο μας επισκέφτηκε ένας άνθρωπος της πρεσβείας μας στη Μόσχα, «παιδιά αφού είστε όλοι καλά μη συζητάτε τίποτε άλλο, είσαστε τυχεροί», μας είπε. Αυτό ίσως να τα λέει όλα.
         Τεράστια εμπειρία. Είναι αυτά τα γεγονότα που συντελούνται πια εδώ στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Το καθεστώς έπεσε μετά από εβδομήντα τέσσερα χρόνια. Τόσοι αγώνες, τόσοι νεκροί, τόσο αίμα… Τόσα όνειρα για την απελευθέρωση του κόσμου… Τα πάντα τώρα σε μια πλήρη διάλυση. Όλοι χωρισμένοι σε φατρίες αλληλοεξοντώνονται. Ήρθε μήπως το τέλος της ιστορίας; Όμως ας ελπίζουμε στο μέλλον και ας το κοιτάξουμε βαθιά στα μάτια. Κάποτε ο άνθρωπος θα απελευθερωθεί και θα ζει σε ανθρώπινες συνθήκες, γι’ αυτό είμαι απόλυτα πεπεισμένος.
            Τώρα που γράφω πετάμε από Μόσχα για Βιέννη. Εκεί αλλαγή αεροπλάνου και το απόγευμα αν πάνε όλα καλά, θα είμαστε Αθήνα. Πριν λίγη ώρα βρισκόμασταν μέσα στη βαρυχειμωνιά της Μόσχας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τώρα πετώντας πάνω από τα σύννεφα, ένας ανοιξιάτικος ήλιος μας λούζει. Είναι πολύ όμορφα.
        Σκέφτομαι συνέχεια, το μυαλό μου σε μιαν άναρχη κατάσταση στριφογυρνάει μπρος πίσω συνεχώς. Σκέφτομαι την Ελλάδα, τις προηγούμενες μέρες, πολλά, άλλα συγκεκριμένα και άλλα αόριστα. Αισθάνομαι πολύ όμορφα, μια γαλήνη μ’ έχει κυριεύσει. Όλες αυτές τις μέρες, πέρασαν αρκετές σκέψεις απ’ το μυαλό μου, σκέψεις ακόμη και για την επιβίωσή μας, ίσως υπερβολικό; Μπορεί και όχι. Πολλές φορές έτυχε να ταξιδέψω σε αποστολές ανά τον κόσμο πολύ δύσκολες και πολύ επικίνδυνες, αυτή η αποστολή όμως ήταν κυριολεκτικά κάτι άλλο. Σε έναν κόσμο ρημαγμένο, δεν ήξερες κυριολεκτικά που πας, τι θα συναντήσεις, τι θα σου ξημερώσει.
          Είναι μερικά ταξίδια στη ζωή σου που σε κάνουν  λίγο σοφότερο, αν έχεις λίγο μυαλό μέσα στο κεφάλι σου. Ίσως αυτό το ταξίδι να ήταν κάτι τέτοιο για μένα. Τέλος καλό όλα καλά. Άλλωστε «τα πάντα ρει»…

                             
    Θα ήθελα αυτή την ώρα να ευχαριστήσω μέσα μου όλους τους δικούς μου ανθρώπους, την οικογένειά μου, τους φίλους μου που με σκέφτονταν όλες αυτές τις μέρες. Και εγώ τους σκεφτόμουν συνέχεια και η σκέψη αυτή μου έδινε δύναμη και θάρρος.  Ευχαριστώ!!! Και ας μη το ακούει κανείς αυτή τη στιγμή αυτό το «ευχαριστώ», αλλά είναι κρυμμένο μέσα στην καρδιά μου. Το ζητούμενο για μένα είναι: Αγάπη, σεβασμός αλήθεια και τότε όλα γίνονται εύκολα και όμορφα…
                                                                  Ευχαριστώ!
                                                                     Αντώνης
        
(1)          Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, μια Κυριακή πρωί, παίρνω μαζί μου τον φίλο μου δημοσιογράφο Δημήτρη Τ. και πάμε στον Κορυδαλλό να βρούμε το σπίτι του Δ. Τ. που είχαμε συναντήσει στο αεροδρόμιο της Μόσχας και μου είχε δώσει τα χρήματα να τα δώσω στη γυναίκα του. Μάταιος κόπος. Δεν βρίσκαμε τη διεύθυνση με τίποτα. Τρελάθηκα δεν ήξερα τι να κάνω. «Πήγαινε και δώσε τα σε ένα ίδρυμα» μου λέει την εξυπνάδα του ο Δημήτρης. «Τι λες ρε απίθανε, ποιο ίδρυμα;»  του λέω. Με τα πολλά άρχισα να γράφω το τηλέφωνό μου και το θυροκολλούσα σε διάφορα σπίτια εκεί γύρω με την παράκληση όποιος γνώριζε κάτι για την Κα ‘’Τάδε’’ να τις έλεγε να μου τηλεφωνήσει. Μετά από τρεις μήνες δέχτηκα ένα τηλεφώνημα και κανονίσαμε να βρεθούμε.
           Ήρθαν αυτοί σπίτι μου. Τους έκανα διάφορες ερωτήσεις και κατάλαβα ότι πράγματι ήταν η γυναίκα του Δ.Τ. της έδωσα τα χρήματα. Η ίδια δεν μιλούσε ελληνικά και έκανε το μεταφραστή ένας άντρας που τη συνόδευε και που ήταν ξάδερφός της. Τα χρήματα ήταν πολλά, τρεις χιλιάδες δολάρια το 1992… Της είπα αν είχε νέα του και μου είπε ότι μια -  δυο φορές όλες κι όλες της είχε τηλεφωνήσει. Της είπα, όταν γυρνούσε να μου έκανε ένα τηλεφώνημα να μάθαινα και εγώ  νέα του.
          Μετά από έξη μήνες εμφανίστηκε στο σπίτι ένας άνδρας. Είχε φέρει κάτι δώρα και έκλεγε. Εγώ έλειπα την ημέρα εκείνη από το σπίτι, ήταν εκεί η σύντροφός μου Ελένη. «Να σας έχει όλους ο Θεός καλά» έλεγε, «Εγώ αυτά τα χρήματα τα είχα χαμένα, απλά προτίμησα να μου τα φάει ένας Έλληνας παρά οι Ρώσοι. Έχω τέσσερα παιδιά και με αυτά τα λεφτά πείρα ένα οικόπεδο»… 

(2)            Δεν πέρασε καλά – καλά ένας χρόνος και μου έτυχε ξανά να κάνω το ίδιο ταξίδι, αυτή τη φορά επίσημη αποστολή με την ΥΦΥΠΕΞ τότε Βιργινία Τσουδερού και φυσικά με το αεροπλάνο. Στο Μπακού κάποια στιγμή την πήγαν στην παλιά πόλη εθιμοτυπικά και για ψώνια. Τους παράτησα όλους εκεί και τρέχω στην γκαλερί του φίλου μου που είχαμε γνωρίσει εκείνη την Κυριακή στο πρώτο μας ταξίδι στο Μπακού. Στέκομαι μπροστά στην πόρτα βάζω τα χέρια στη μέση και τον κοιτάζω. Ο τύπος τα έχει χαμένα. Μόλις συνειδητοποιεί ποιος ήμουν τρέχει  με αγκαλιάζει και μου λέει: «Παλιοέλληνα δεν το φανταζόμουν ποτέ ότι θα σε ξανά έβλεπα». «Θυμάσαι του λέω τι σου είχα πει;» Αγκαλιές, φιλιά, κεράσματα, βότκες, δεν με άφηνε με τίποτα να φύγω… Έκτοτε ‘’δεν ξανά  μετακινήθηκε κανένα βουνό’’ και φυσικά δεν τον ξαναείδα…. Καλή του ώρα όπου κι αν είναι να είναι καλά ο άνθρωπος.
        Σε αυτό το δεύτερο ταξίδι ξανά στην Υπερκαυκασία κάναμε ακριβώς την ίδια διαδρομή - πτήση. Στο Ερεβάν είχαμε μία πολύ σπουδαία συνάντηση. Με τον επικεφαλής του Στρατού δικαιοσύνης της Αρμενίας, ο οποίος είχε τραυματιστεί πολύ σοβαρά σε κάποια εμπλοκή στο Βελιγράδι με τον Τούρκο πρέσβη.
               
                                  Στο αναπηρικό καροτσάκι ο επικεφαλής του ΣΔΑ  

(3)       Εκείνες τις μέρες που βρισκόμασταν εκεί, διαδίδεται ότι επιστρέφει στη Γεωργία ο Έντουαρντ Σεβαρτνάτζε, ο τελευταίος ΥΠΕΞ της Σοβιετικής Ένωσης επί Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος ήταν Γεωργιανός στην καταγωγή. Ο Σεβαρτνάτζε ήρθε και ανέλαβε πρόεδρος τότε στη Γεωργία. Ο Κόσμος στους δρόμους άρχισε να χαμογελάει και μια κρυφή ελπίδα  έβλεπες στα μάτια όλων. Δεν θέλω να κάνω κανένα σχόλιο για αυτό το γεγονός ούτε για το χαμόγελο και την ελπίδα του κόσμου… Ο Καθείς ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Ο κύβος πάντως είχε ριχτεί  και η Γεωργία ακολούθησε τον δρόμο που ακολούθησαν και όλες οι άλλες δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης…

                                       =====================
                            
          
     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου